Παρασκευή 26 Ιουνίου 2009

Πόση κοσμοπλασία;

Κοσμοπλασία (εκ του αγγλικού worldbuilidng) αποκαλούμε τη διαδικασία του σχεδιασμού ενός φανταστικού κόσμου που θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε σαν σκηνή για το έργο μας, αλλά το αποτέλεσμά της (το οποίο μπορεί να είναι χάρτες, σκόρπιες σημειώσεις, ολόκληρο βιβλίο ή να υπάρχει μόνο μέσα στο μυαλό του συγγραφέα, αλλά σε κάθε περίπτωση είναι η περιγραφή του προαναφερθέντος κόσμου).

Υπάρχουν δυο άκρα στα οποία μπορεί κανείς να φτάσει και τα αντιπροσωπεύουν οι δυο πατέρες του φάνταζυ, ο Robert E. Howard και ο J.R.R. Tolkien, οι οποίοι είναι τα δυο άκρα του φάσματος και με πολλούς άλλους τρόπους.

Στην κατά Tolkien λογική, όλα είναι γνωστά εκ των προτέρων. Πριν ξεκινήσει καν να γράφεται το λογοτέχνημα, σχεδιάζεται κόσμος, με τη γεωγραφία του, τους λαούς του (ο καθένας με τη γλώσσα και τα έθιμά του), αλλά και ολόκληρη η ιστορία από τη δημιουργία του πλανήτη ως το «παρόν» (την αφετηρία της πλοκής). Μάλιστα, στο ίδιο το έργο του Tolkien (στον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών), τολμώ να πω ότι η κοσμοπλασία (το Σιλμαρίλλιον) κυριαρχεί πάνω στο βιβλίο και γίνεται ένα είδος «εγχειριδίου χρήσης», χωρίς το οποίο ο αναγνώστης δεν έχει πρόσβαση σε όλες τις δυνατότητες του «προϊόντος»

Στην κατά Howard λογική, υπάρχει μια γενική εικόνα για τον κόσμο και χρησιμοποιείται κατά βούληση. Κάθε καινούρια ιστορία προσθέτει στοιχεία στον κόσμο (δηλαδή η κοσμοπλασία είναι ταυτόχρονη με τη συγγραφή), χωρίς να αναγκάζεται να περιοριστεί σε πλαίσια ορισμένα από πριν. Μπορεί κανείς να γράφει ακόμη και τις ιστορίες με τη σειρά που τις σκέφτεται κι όχι με τη σειρά που συμβαίνουν (έτσι έκανε ο Howard κι ο αναγνώστης μπορεί επίσης ν’ ακολουθήσει όποια σειρά προτιμά και να τις απολαύσει ανεξάρτητα τη μια από την άλλη). Υπάρχει βέβαια ο κίνδυνος αντιφάσεων ή κενών, ιδεών που ο συγγραφέας ποτέ δε θα κατορθώσει να στριμώξει σε κάποιο κείμενο ή να εξηγήσει επαρκώς, καθώς και έλλειψης ομοιογένειας.

Φυσικά, κάθε συγγραφέας δουλεύει με τον τρόπο που ταιριάζει στην ιδιοσυγκρασία και τον τρόπο σκέψης του.

Εγώ τείνω περισσότερο προς την κατά Howard προσέγγιση. Είμαι μεθοδικός. Αν θέλω να φτιάξω έναν χαρακτήρα που να είναι «περσοειδής», θα ψάξω για τους Πέρσες, θα δω και τη γλώσσα τους, δε θα πάρω το πρώτο όνομα βασιλιά που βρήκα μπροστά μου. Αλλά μου φαίνεται λίγο χαμένος χρόνος να κάτσω να γράψω πρώτα την «εγκυκλοπαίδεια της Πλάσης», τη στιγμή που εικόνες και εμπνεύσεις βράζουν στο μυαλό μου, με παρακαλούν να τις κάνω ιστορία. Σε στιγμές μεγάλου οίστρου, μπορεί να καθίσω να γράψω και αν μου προκύψουν χαρακτήρες ολοκαίνουριοι, να τους αποκαλώ στο κείμενο ΧΧ, ΥΥ κοκ. Ομοίως και για τοποθεσίες. Αργότερα, που δε θα έχω πια το δαιμόνιο της έμπνευσης καβάλα στην πλάτη να με μαστιγώνει, μπορώ να βρω αυτά τα σημαδάκια και να τα μετατρέψω σε ταιριαστά ονόματα ή τοπωνύμια.

Επίσης, να πάνω στο γράψιμο μού βγει κάτι που δεν το είχα σκεφτεί, μια ανατροπή στην πλοκή ή μια ιδέα για το υπόβαθρο που μου φαίνεται αξιόλογη ή ακόμη και μια αλλαγή στο πώς/ποιος είναι ένα πρόσωπο, αρκεί να αλλάξω το κείμενό μου ως εκείνο το σημείο για να την ενσωματώσω στο βιβλίο. Δε χρειάζεται να πειράξω και κάποιου είδους «βίβλο» η οποία περιλαμβάνει όλο το υπόβαθρο του έργου μου (ο όρος «βίβλος» χρησιμοποιείται για την καταγραφή των λεπτομερειών – προσώπων, καταστάσεων, εξελίξεων – στις οποίες βασίζεται μια τηλεοπτική σειρά). Βέβαια, βοηθάει να έχει κανείς μνήμη ελέφαντα και να γράφει με βάση μια αδρή πλοκή, χωρίς να κάνει πρώτα λεπτομερή προσχέδια για την ακολουθία των γεγονότων ως το τέλος.

Επίσης, είμαι διστακτικός ως προς το να στύψω το μυαλό μου για να δημιουργήσω ένα σωρό πράγματα από τα οποία μόνο μερικά θα μπορέσω να αξιοποιήσω στα πλαίσια του βιβλίου. Σίγουρα μπορεί κανείς να εντυπωσιάσει το κοινό και με αυτή του τη δουλειά, αν την κάνει καλά (ο Tolkien που λέγαμε, έχει δοξαστεί όσο κανείς άλλος για το υπόβαθρο του κόσμου του, και περισσότερο γι’ αυτό, παρά για την ίδια την πλοκή που δημιούργησε!) Αλλά και πάλι μου φαίνεται παραλογοτεχνικό. Σίγουρα είναι ένα είδος τέχνης η κοσμοπλασία, αλλά δεν είναι η τέχνη που εξασκώ εγώ, η τέχνη του λόγου. Πιστεύω πως αν κάνω σωστά τη δουλειά μου, η Πλάση θα βγαίνει το ίδιο ζωντανά στα μάτια του αναγνώστη, χωρίς να χρειάζομαι ένα δεύτερο επεξηγηματικό κείμενο και χωρίς να μπορεί – ούτε και να χρειάζεται – κανείς να μαντέψει αν χρησιμοποίησα «βίβλο», σημειώσεις ή οτιδήποτε άλλο (Δείτε κι εδώ για μια παρόμοια άποψη, δοσμένη απλούστερα)

Enter Ozzo (ο χαρτογράφος μου, για όσους δεν το θυμούνται).

Ξεκίνησε μια καινούρια εκδοχή του χάρτη (το μόνο που θα πω προς το παρόν είναι πως ό,τι έχετε δει ως τώρα ωχριά). Ο άθλιος σαδιστής, αντί να μου δίνει τακτικά δείγματα, μου έλεγε: «έχω τρία βουνά και δυο ποτάμια στην τάδε χώρα, δώσε μου ονόματα». Έτρεχα εγώ, να δω πώς θα έλεγαν οι νανταρινοί το βουνό δίπλα στην πρωτεύουσά τους. Και μετά, «έχω μια κωμόπολη, γιατί ήταν πολύ άδεια η ακτογραμμή». Πάλι τρέξιμο εγώ. «Στείλε μου σχόλια που θα έβαζε ο χαρτογράφος εδώ κι εκεί». Ποιος χαρτογράφος;

Αλλά όταν είδα το αποτέλεσμα (αφού μάζεψα το σαγόνι μου που είχε φτάσει στο πάτωμα), μπήκα κι εγώ στο παιχνίδι: «εδώ έχουμε μια μεγάλη περιοχή στην οποία τίποτα δεν είναι ονοματισμένο», «εδώ έχεις ένα τεράστιο ακρωτήριο, δε θα το έλεγαν κάπως;», «εδώ αυτό το πέρασμα στα βουνά μοιάζει σημαντικό».

Κι άρχισα να διασκεδάζω πραγματικά. Γιατί αυτό το ονόμασα έτσι; Τι έγινε εκεί πιο παλιά; Και δε μιλάμε για θεωρητικά πράγματα. Μιλάμε για ΙΔΕΕΣ. Ιδέες για τα υπόλοιπα μυθιστορήματα, ιδέες για το prequel που ελπίζω μια μέρα να μπορέσω να γράψω. Ιδέες για παράπλευρα κείμενα, σαν τα παραμύθια που σηκώνω εδώ στο ιστολόγιο. Επέλεξα κι ένα από τους ήδη υπάρχοντες χαρακτήρες μου ως υποτιθέμενο σχεδιαστή του χάρτη και προσάρμοσα τα σχόλια στο σκεπτικό του. Μ’ αρέσει αυτός ο τρόπος δουλειάς, είναι η δική μου τέχνη, η τέχνη του λόγου.

3 σχόλια:

nihilio είπε...

Πολύ ενδιαφέρουσα ανάρτηση.
Συμφωνώ μαζί σου στην Howard-οειδή γραφή επειδή τα έχω δει κι εγώ ότι, όταν κάτσεις και κάνεις ένα πολύ καλό σχέδιο κόσμου, ξαφνικά ανακαλύπτεις ότι πρέπει να μπει και κάτι άλλο που δεν το έχεις προβλέψει (εγώ το έπαθα σε κόσμο μου, όπου έπρεπε να βάλω ζωντανούς νεκρούς - τελικά βρήκα άκρη, μετά από πολύ σκέψη.)

Τώρα, για χάρτες. Προσωπικά δε μου αρέσει χάρτης, για τον ίδιο λόγο. Όταν κάτι χαρτογραφηθεί δεν μπορεί να αλλάξει. Όταν πχ βρω άτομο για τον χάρτη στο μυθιστόρημα που ετοιμάζω, μάλλον θα φροντίσω να σημειώσει μόνο κράτη, προτεύουσες και σημαντικούς γεωγραφικούς προορισμούς, και θα προσθέσω "χειρόγραφες" σημειώσεις με τα μέρη στα οποία εκτυλίσσεται η ιστορία.

Βάγια Ψευτάκη είπε...

Συμφωνώ πως όταν προσχεδιάζεις με λεπτομέρεια τον κόσμο σου, αυτό κατά μια έννοαι σε περιορίζει. Για μένα είναι παράλογο να θέσω όρια σε έναν φανταστικό κόσμο, τον οποίο δημιούργησα για να ξεδιπλώσω και να εκτονώσω την φαντασία μου. Βέβαια, υπάρχει και το θέμα του χάους που θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας, να μην καταλήξει δηλαδή ένας κόσμος τόσο χαοτικός που θα χάσει την ταυτότητά του. Συμφωνώ να υπάρχει μια βασική πλοκή, την οποία ο συγγραφέας να έχει την δυνατότητα να στολίσει με εικόνες και περιστατικά, αρκεί να προσέξει να μην παρρεκλίνει τελείως.
Όσο για τους χάρτες, ως αναγνώστης, πάντα μου αρέσει να τους χαζεύω, να ανατρέχω σ' αυτούς όσο η πλοκή ξεδιπλώνεται, και μου δίνουν την εντύπωση πως ο συγγραφέας έχει μια ολοκληρωμένη εικόνα του κόσμου που ήθελε να πλάσει. Απ' την οπτική του συγγραφέα όμως, θα συμφωνήσω με το παραπάνω σχόλιο του Nihilio, ότι υπάρχει η περίπτωση να σε περιορίσει και να μην είναι δυνατόν να προστεθούν εύκολα καινούρια κομμάτια. Αν και εν τέλει, πιστεύω ότι κι αυτό θα μπορούσε να λυθεί, αρκεί ο σκιτσογράφος να είναι φίλος σου ώστε να μπορείς να του φορτώνεις να προσθέτει τις εκάστοτε αλλαγές που επιβάλλει μια νεογέννητη έμπνευση!

Ευθυμία Ε. Δεσποτάκη είπε...

Συμφωνώ κι εγώ με το ότι μου είναι κάπως δύσκολο να περιορίσω την ιστορία σε έναν συγκεκριμένο "χάρτη". Υπάρχει, όμως, και η δυνατότητα να σημειωθεί πάνω στο χάρτη το ότι είναι προσωρινός ή ανακριβής. Να δηλώσεις ας πούμε ότι τον χάρτη τον φτιαξε ο τάδε δευτερεύων χαρακτήρας (ή και τριτεύτων και ...τεταρτεύων) ο οποίος φυσικά δεν έχει και μεγάλες γνώσεις σχετικά, οπότε οι παραμορφώσεις και οι παραλήψεις είναι δεδομένες.