Η Αργυρούπολη δεν παράγει τίποτε. Αλλά προσφέρει κάθε είδους υπηρεσία και είναι χτισμένη στο πιο κομβικό σημείο της Οικείας Ανατολής. Όπως δηλώνει και το όνομά της, εκεί όλα έχουν μια τιμή. Και οι κάτοικοί της ζουν (δηλωμένα) με μια πιο χαλαρή ηθική από τους υπόλοιπους Αιγλωείς, αγνοώντας ακόμη και αρχές όπως η απαγόρευση της Εκκλησίας του Δημιουργού για διαζύγια και γάμους πέρα από τον πρώτο.
Η ξαναπαντρεμένη
Καλησπέρα στην αφεντιά σας.
Ήτανε μια φορά μια μικροπαντρεμένη. Κι είχε πάρει έναν άντρα που δεν ημπορούσε να βάλει σε σειρά τη ζωή του, πιοτή και παιζοζάρη. Μάλαμα δεν έμενε στο χέρι του, ασήμι δεν έφτανε στο σπίτι του∙ ό,τι κέρδιζε, μετά ή το ξανάπαιζε ή το ‘πινε. Ώσπου έδωσε ο Δημιουργός και βρήκε την πλερωμή του και πάει από προσώπου γης. Και μείνανε η γυναίκα του κι η θεγατέρα του – μωρό της αγκαλιάς – στους πέντε δρόμους με μόνη κληρονομιά δυο ζάρια κοκάλινα.
Χωρίς στον ήλιο μοίρα, η χήρα γύρεψε να πορευτεί με τον δικό της τον κόπο. Ήτανε χρυσοχέρα και τη δεχτήκανε πολλοί στη δούλεψή τους. Και ράφτρα έκανε, και κεντήστρα και την πλύστρα. Μα ήθελε η Μοίρα της να είναι έμορφη και όλο τα αφεντικά της είχανε πονηριά στο νου και μήτε τα μαύρα που φόραγε σεβαστήκανε, μήτε το παιδί της. Έτσι έφευγε κάθε φορά και πήγαινε παραπέρα.
Ώσπου ευρέθη ένας άνθρωπος καλός και τίμιος που την έβαλε στο μαγέρικό του και είδε άσπρη μέρα γιατί τα φαγιά της αρέσανε σε όλον τον κόσμο και από στόμα σε στόμα μαθεύτηκε και δεν είχε χώρο και καρέγλες πια να βάνει την πελατεία του. Τι τα θες; Πέρασε το πένθος της, ήτανε κι εκείνος νιος κι ωραίος, τα βρήκανε μεταξύ τους κι είπανε να κάμουνε γάμο.
Έλα που η μάνα του δεν την ήθελε. Τι τη θες αυτή, του ‘λεγε, που μπορείς να πάρεις όποια θες, κοπέλα αχάλαστη, δίχως να σου φορτώσει ξένο παιδί; Και μια γειτόνισσα που τον είχε βαλμένο στο μάτι από καιρό να τον παντρολογήσει με την θεγατέρα της, του ‘λεγε να το σκεφτεί καλύτερα, τι και γιο να του κάμει η χήρα, πάλι την κοπέλα της θα κοιτάει καλύτερα, που την είχε πρωτογεννημένη. Ως και οι φίλοι του, πάλε λόγια του βάνανε – ότι αυτή που έχει γνωρισμένο έναν άντρα και τώρα θα μάθει και δεύτερο, μετά γιατί να μη θέλει και τρίτο και τέταρτο.
Αυτουνού το κεφάλι δε γύριζε. Την είχε βάλει στην καρδιά του και αφορμή δεν του είχε δοσμένη πως ο χαρακτήρας της δεν είναι τίμιος. Όπως το είχανε κουβεντιασμένο, της έβαλε στεφάνι. Και στους εννιά μήνες απάνω, του ‘καμε και το γιο. Χαρές και γλέντια, το μαγέρικο όλο γεμάτο, και η ξαναπαντρεμένη δεν είχε δείξει άλλο πρόσωπο. Τον νέο τον άντρα της τον είχε κορώνα στο κεφάλι της, τη δουλειά της όπως πάντα και πρώτα κοίταγε αν είναι το μικρό το παιδί φαγωμένο και ντυμένο, μετά το πρώτο.
Αλλά οι δικοί του πάλε δεν τη χωνεύανε, κάτι τους ξίνιζε, κάτι τους βρώμαγε κι όλο τη γλωσσοτρώγανε. Πες-πες, τους κατάφερε η γειτόνισσα να τόνε γελάσουνε πως η γυναίκα του έκανε αίσχη πίσω από την πλάτη του, να τη διώξει, για το καλό του τάχαμου – λες και δεν ήξερε εκείνος ποιο ήταν το καλό του και το ξέρανε μαθές όλοι οι άλλοι για δαύτονε. Να μην τα πολυλογούμε, μια μέρα που ο ταβερνιάρης είχε πάει στους μακελάρηδες να πάρει κρέατα για το μαγέρικο κι η γυναίκα του ζέστανε νερό να κάμει το λουτρό της, η μάνα του έβαλε έναν από τους φίλους του το σπίτι κι η γειτόνισσα έτρεξε και τόνε φώναξε. Γυρνάει σπίτι, τι να ιδεί, βρήκε τη γυναίκα του τσίτσιδη που είχε κάμει το λουτρό της, το φίλο του στην κάμαρη και το γιο του να κλαίει παρατημένος στην κούνια που τον είχε τσιμπημένο η μάνα του ταβερνιάρη γι’ αυτή τη δουλειά.
Με τα λίγα και τα πολλά, την πέταξε στο δρόμο τη γυναίκα του και την κοπέλα της και μήτε να την ξαναϊδεί, μήτε να την ξανακούσει ήθελε, μήτε της έβαλε πίστη στην αλήθεια που του ‘λεγε. Με τον καιρό, τον καταφέρανε και πήρε και την θεγατέρα της γειτόνισσας, τι είχε και το μωρό και χρειαζούντανε κι εκείνο φροντίδα.
Ας τους αφήσουμε τώρα αυτούς, να πούμε τι απογίνηκε η διωγμένη. Αφού καλό δεν περίμενε από κανέναν πια, πήρε των ομματιών της να φύγει στις ερμιές, να μην ξανασυναντήσει άνθρωπο. Έπιασε την θεγατέρα της από το χέρι και πηγαίνανε τρεις μέρες και τρεις νύχτες ώσπου αποστάσανε και μπήκανε σ’ ένα χάλασμα να κοιμηθούνε. Μέσα στο όνειρο της γυναίκας παρουσιάστηκε ο πρώτος της ο άντρας, ίδιος όπως τη μέρα που τόνε πήρε γαμπρό.
«Μη σκιάζεσαι», της λέει, «και γύρισα πίσω για καλό. Πολλά άδικα σού ‘χω καμωμένα και τρίζουνε τα κόκαλά μου μες το μνημούρι, ένα κυπαρίσσι δε φυτρώνει να μου κάμει ίσκιο, καντήλι δε μου ‘χει ανάψει ποτές. Δε βρίσκω ησυχία ν’ αναπαθώ α δε διορθώσω τα κρίματά μου. Το πρωί που θα ξυπνήσεις, βάλε και σκάψε δίπλα στη γωνιά, εκεί που είναι η παλιά χόβολη ξεραμένη. Με ό,τι βρεις, κάμε όπως καταλαβαίνεις καλύτερα».
Έτσι που την είχε ορμηνεμένη έκαμε την αυγή και βρίσκει βαθιά στο χώμα ένα σακούλι φλουριά. Ξανάβαλε το μυαλό της και σκέφτηκε και αποφάσισε πως όλες τις ατυχιές της τις είχε πάθει που είναι γυναίκα. Γύρισε πίσω στην πόλη και πρώτα-πρώτα παρήγγειλε αντρίκια ρούχα να φορέσει και αγορίστικα για την θεγατέρα της. Ύστερα πήγε στο μαγέρικο που ήτανε απέναντι από του δεύτερου του άντρα της και το αγόρασε με τα φλουριά.
Έκατσε και το ασβέστωσε, άλλαξε τραπέζα και καρέγλες και το ‘καμε αγνώριστο. Έκανε και το μάγερα μοναχή της και σιγά-σιγά, μάζεψε πελατεία κι έκανε χρυσές δουλειές. Μα και ο άντρας της δεν πήγαινε τελείως χαμένος, όποιος δεν έβρισκε να κάτσει στο δικό της πήγαινε απέναντι. Άλλο καλό όμως δεν είχε εκείνος ο άνθρωπος. Ο δεύτερος ο γάμος του βγήκε σκάρτος. Η γειτονοπούλα του έκαμε δεύτερο γιο και μόνο το δικό της παιδί κοίταζε να ‘χει καλά ρούχα και να ναι φαγωμένο. Ο πρώτος ο γιος όλο με τα αποφάγια είχε να κάμει και με ξύλο και του ‘λεγε πως αν τη μαρτυρήσει θα τόνε δώσει σκλάβο για τιμωρία. Παιδάκι ήτανε, δεν ήξερε καλύτερα και την πίστευε. Εκείνη η άτιμη είχε και αγαπητικούς και για να μην τους βάζει μέσα στο σπίτι της, τους συνάνταγε στο πατρικό της, που η μάνα της τής έκανε πλάτες όταν τάχαμου πήγαινε για επίσκεψη. Όλ’ αυτά τα ‘βλεπε η μάνα του ταβερνιάρη και έσκαγε από τη στεναχώρια της, αλλά δε μίληγε για να μη στεναχωρήσει το γιο της και για να μη βγει στο φόρο πως αυτή έφταιγε πρώτ’ απ’ όλα για την κατάντια του.
Αλλά τα ‘βλεπε και η ξαναπαντρεμένη, ακόμα μασκαρεμένη αντρίκια. Κι αν τον άντρα της δεν τον παραλυπόταν που την είχε διώξει χωρίς να την ακούσει και να της βάλει πίστη, το παιδί της το έρμο, το σπλαχνίζονταν. Το περιμάζευε, το ‘κρυβε άμα ήθελε να το δείρει η μητριά, το τάιζε και του μπάλωνε τα ρούχα. Και όταν μεγάλωσε κάπως, το ζήτησε και το πήρε παραγιό με καλό μισθό. Ο πατέρας του δεν ήθελε στην αρχή, μα είχε βρεθεί στην ανάγκη. Ούτε το μαγέρικό του είχες τις παλιές τις δόξες, ούτε και πολλά φλουριά του είχανε μείνει στην άκρη με τη γυναίκα που είχε πάρει και αντί να τον βοηθά στις δουλειές, τον έβαζε να πάρει υπηρέτες και να της κάνει λούσα. Τόσο ξέπεσε πια ο ταβερνιάρης, που ως κι οι φίλοι του δεν τρώγανε πια κοντά του, μα πηγαίνανε στο άλλο μαγέρικο, της πρώτης γυναίκας του.
Εκείνη με τα χρόνια είχε μάθει να παίζει τα ζάρια που της είχε αφημένα ο μακαρίτης, αλλά με τέχνη, όχι σαν τον μακαρίτη που την άφηκε χήρα. Του γιου της και της κόρης της μονάχα, δεν άφηνε ποτέ τα χέρια να πιάσουν τέτοια πράματα και τους το είχε ευχή και κατάρα να μην παίξουν ποτέ στη ζωή τους. Ο δικός της ο σκοπός ήτανε άλλος. Έπιασε να παίζει με τους παλιούς φίλους του ταβερνιάρη και τους κέρδευε συνέχεια, τους πήρε σπίτια και περιουσίες και τους άφησε στο δρόμο. Μα είπε τους τα δίνει όλα πίσω, μονάχα να πάνε να πούνε την αλήθεια για την απάτη που είχε ακούσει τάχαμου πως είχανε κάμει μιανής γυναίκας – του εαυτού της, σα να λέμε. Όλοι κι ο καθένας οι φταίχτες εντρεπόντανε, μα δεν την αντέχανε και την ανέχεια και τελικώς κάμανε την ανάγκη φιλοτιμία και τα ξεφουρνίσανε όλα στον ταβερνιάρη.
Σαν τα άκουσε εκείνος, δεν ήθελε να πιστέψει στην αρχή τέτοιο πράμα. Μα έλα που ήρθε κι ο μοναχογιός του παραπίσω και τον έπιασε και του είπε όλα τα πάθια που είχε περασμένα μικρός. Και τον έσυρε κοντά του, μαζί και τη γιαγιά του, να πιάσουνε τη μητριά στο σπίτι της συμπεθέρας με τους αγαπητικούς στα πράσα. Κι αλήθεια έτσι γίνηκε. Ποιος τον είδε τον ταβερνιάρη μετά και δεν τόνε φοβήθηκε! Ούτε φίλους ήθελε να ξαναϊδεί, ούτε τη δεύτερη τη γυναίκα και την πεθερά του, ούτε τη μάνα του την ίδια, με το κακό που του ‘χανε κάμει και πήγε η μισή ζωή του στράφι. Και στο γιο του τον πρώτο ντρεπότανε να παρουσιαστεί, που δεν τον είχε προσεγμένο κατά πώς έπρεπε. Μόνο έκλεισε το μαγέρικό του και καθόταν απόξω ν’ αναστενάζει, πώς να ‘βρισκε την πρώτη του γυναίκα να της ζητήσει σχώρεση γονατιστός.
Πήγε κοντά ο άλλος ο ταβερνιάρης – η ξαναπαντρεμένη, σα να λέμε – και του έπιασε κουβέντα. Αφού άκουσε όλη την ιστορία, πιάνει και τον ρωτάει τον δυο φορές ζωντοχήρο:
«Εγώ την ξέρω τη γυναίκα που ‘διωξες και ζει καλά. Σε ξαναπαίρνει λες πίσω άμα έχει τώρα φλουριά και μπορεί να ματαπαντρευτεί νεότερο κι εμορφότερο; Κι άμα έχει γνωρισμένους τρεις και τέσσερις άντρες, τι να σε κάμει εσένα έναν και σιτεμένο; Και το παιδί που σου ‘καμε θα το ‘χει ξεχασμένο, τόσα χρόνια που ‘χει να το ‘δει κι έχεις και δεύτερο παιδί ακόμα, που δε βγήκε από τη δική της την κοιλιά».
«Καλά τα λες», αποκρίθηκε φαρμακωμένος ο ταβερνιάρης, δίχως να ξέρει ακόμα πως την είχε μπροστά του εκείνη που ‘ψαχνε. «Εμένα η ζωή μου τελειωμένη είναι τώρα. Ούτε περιμένω τίποτις από δαύτη, μονάχα να ξεχολώσει όσο γίνεται, να σκωθεί από πάνω μου το άδικο που της έκαμα σκεδόν αθέλητά μου και μετά να φύγω στις ερμιές να μη βλέπει άνθρωπος τις πομπές μου».
Τότες λύγισε η καρδιά της μασκαρεμένης και φανερώθηκε πως είναι γυναίκα και ποια.
«Μωρέ τελειώνει ποτέ η ζωή όσο παίρνουμε ανάσα;», του λέει. «Όπως εσύ δε μ’ έκανες πέρα μέχρι που σε γελάσανε, έτσι κι εγώ δε σε κάνω πέρα για ξένες κουβέντες. Και να πας να βρεις τον άλλο γιο που έκαμες, γιατί δεν έχει παιδί μου και παιδί σου. Όπως εσύ τη θεγατέρα μου την είχες σα δική σου, έτσι κι εγώ θα το ‘χω το παιδί αίμα μου. Άιντε γιατί έχουμε να τα κοιτάξουμε και να τα νοικοκυρέψουμε, να κάμουνε καλές παντρειές, όχι σαν εκείνες που μας βρήκανε εμάς».
Αγκαλιαστήκανε, φιλιώσανε και για τα χρόνια που χάσανε και δεν ήτανε μαζί, τα άλλα χρόνια που ‘ρθανε παραπίσω, διπλά καλά τα περάσανε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου