Τώρα πια θα έχετε καταλάβει όλοι το είδος των ονομάτων που δίνω στους χαρακτήρες μου.
Πριν χρόνια, χρησιμοποιούσα όπως όλοι ένα είδος λογοπλασίας και δημιουργούσα ονομασίες όπως «Ελμάριαλ». Προσπαθούσα να πιάσω έναν ήχο που με κάποιο τρόπο να θυμίζει το πρόσωπο, ώστε να βοηθώ τον αναγνώστη και στην απομνημόνευση (για σκεφτείτε, πόσες τέτοιες λέξεις πρέπει να αποστηθίσει κανείς προσωρινά για να μπορέσει να απολαύσει ένα μυθιστόρημα φάνταζυ με το συνήθη μεγάλο αριθμό σελίδων;)
Μου έλεγαν πως έχω χάρισμα σ’ αυτό. Αλλά εμένα κάτι δε μου άρεσε στην όλη υπόθεση. Οι χαρακτήρες μου μιλούσαν ελληνικά, έκλιναν όλες τις λέξεις, όχι όμως και τα ίδια τους τα ονόματα! Ο Ελμάριαλ, του Ελμάριαλ, τον Ελμάριαλ… Εντάξει, το έχουμε συνηθίσει σαν αναγνώστες. Δε γίνεται όμως λίγο γελοίο όταν το όνομα συνοδεύεται από έναν χαρακτηρισμό ο οποίος κλίνεται ενώ το ίδιο όχι; Ο μυστηριώδης Ελμάριαλ, του μυστηριώδους Ελμάριαλ, τον μυστηριώδη Ελμάριαλ…
Και, στην τελική, τι σημαίνει «Ελμάριαλ»; Ο αγγλόφωνος συγγραφέας είναι συνηθισμένος σε μια κοινωνία στην οποία δεν έχει ιδέα ποιο ήταν το αρχικό νόημα του ονόματος του γείτονά του, το οποίο μπορεί να είναι λατινικό, κελτικό, γερμανικό, ισπανικό, σλαβικό… Κληροδότημα μιας γλώσσας ξένης, μπορεί και νεκρής. Ο αναγνώστης, και να θέλει να δει τι σημαίνει, πρέπει να αφήσει το βιβλίο κατά μέρος, να πιάσει μια εγκυκλοπαίδεια. Ο Έλληνας, από την άλλη, εκτός από τα λίγα λατινικά και ιουδαϊκά δάνεια, ακούγοντας ένα όνομα στον περίγυρό του, διαθέτει άμεσα κι έναν νοηματικό συνειρμό. Μη μου πείτε ότι δεν ξέρετε τι σημαίνει Ελευθέριος, Νικόλαος ή Ειρήνη;
Ίσως είναι θέμα αισθητικής.
Πάντως, λίγο πριν ξεκινήσω τους Γιους της Στάχτης, έκανα το μεγάλο βήμα. Έγραψα μια νουβέλα στην οποία ακολούθησα τη μόνιμή από τότε σύμβασή μου:
- Ο «βασικός» λαός μιλάει ελληνικά και οι άνθρωποί του έχουν ονόματα που να σημαίνουν κάτι στη γλώσσα μας (π.χ. Πολυνέφων, Ροδάνθη, Χαρίτιμος, Περίκλεια)
- Τα ονόματα των ξένων τα φτιάχνω με τον «παραδοσιακό» φάνταζυ τρόπο. Αλλά οι «ελληνόφωνοι» τα κακοποιούν, τους κοτσάρουν μια κατάληξη και τα κάνουν να κλίνονται, όπως συνέβαινε στην Ελλάδα από τα αρχαία χρόνια ως τον 19ο αιώνα. Μάλιστα, αν υπάρχει κάποια ομοιότητα συλλαβών με υπαρκτή ελληνική λέξη, αυτή προτιμάται. Για παράδειγμα, ο ξένος ηγεμόνας Κουαραβάσα είναι γνωστός στους Αιγλωείς ως Χοραβάσης. Και ο λαός του, οι Δαϊτούν, είναι γνωστοί ως Δηώτες.
Αν ενδιαφέρεται κανείς να πειραματιστεί με παρόμοιο τρόπο, ας τον προειδοποιήσω πως δεν λείπουν τα προβλήματα. Από τη μια, όνομα βασισμένο σε χαρακτηριστικά που δεν είναι ορατά σε ένα βρέφος, είναι προφανές ότι αποτελεί παρωνύμιο που δόθηκε στο χαρακτήρα (ή το επέλεξε μόνος του!) όταν μεγάλωσε. Από την άλλη, τα όμορφα ονόματα τείνουν να είναι τετρασύλλαβα ή πεντασύλλαβα κι αυτό παραπέμπει στην ανάγκη για υποκοριστικά (ζήτημα που εγώ δεν έχω λύσει ακόμη…) Τέλος, δεν υπάρχουν ημίμετρα: δεν γίνεται οι μισοί ντόπιοι στο βιβλίο να έχουν ελληνικά ονόματα, όποτε ο συγγραφέας έχει έμπνευση να βρει κάτι, και οι άλλοι μισοί να λέγονται «Χρουμφ» και «Μπουμπλ» και ότι άλλο του κατέβει (εκτός αν δοθεί μια πειστική εξήγηση, όπως μακροχρόνια ξένη κατοχή που άφησε ίχνη στην τοπική γλώσσα).
Βέβαια, δίνεται στο συγγραφέα περιθώριο να παίξει, στα ίδια πλαίσια. Να δημιουργήσει ενδιαφέρουσες καταστάσεις από τις δυσκολίες της γραφής. Κάποιος χαρακτήρας μπορεί να κληρονόμησε ένα πολύ αταίριαστο όνομα από τον παππού του (π.χ. ένας Λεωσθένης = «δυνατός σαν λιοντάρι», ο οποίος είναι πολύ αδύναμος σωματικά). Κάποιος άλλος μπορεί να φέρει ένα βαρύ όνομα που συνοψίζει τις προθέσεις/ελπίδες εκείνων που τον ανέθρεψαν (π.χ. ένα Κλέαρχος, ο οποίος έχει διδαχτεί από τους γονείς του να αναζητά το κλέος, τη δόξα δηλαδή, για να τιμήσει την οικογένεια).
Αν έχει μέλλον όλη αυτή η ιδέα στο ελληνικό φάνταζυ, δεν μπορώ να ξέρω. Αλλά είναι μια δυνατότητα που μας δίνει η γλώσσα μας σε σχέση με τις άλλες γλώσσες και δε βλέπω το λόγο να μην την εκμεταλλευτούμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου