Προτελευταία περιοχή της Αιγλώης, η Περιφέρεια Καρυκίου, στο κέντρο της σχεδόν. Βρίσκεται στη σκιά του Δικόρυφου Όρους με τη Μονή Αγιασματαρίου, αλλά η υπόλοιπη είναι μια τεράστια ενιαία πεδιάδα. Οι κάτοικοί της είναι κάπως πιο προσγειωμένοι από τους υπόλοιπους Αιγλωείς, ζώντας σε μια γενναιόδωρη γη, χωρίς σκοτεινά δάση και άλλες απρόσιτες γωνιές που να εξάπτουν τη φαντασία. Από την άλλη, η εξάρτηση της τύχης τους από τα καπρίτσια του καιρού, τους κάνει λίγο προληπτικούς.
Το παιδί που δεν είχε ανταμώσει τη Μοίρα του
Μια βολά, ήταν κλέφτες που ρημάζανε όλα τα καμποχώρια. Κάπου τους στριμώξαν’ στο βουνό των καλοέρων, στο Δίκορφο, πάνε καλιά τους. Μόνο ο αρχικλέφτης γλίτωσε, λαβωμένος άσκημα. Σούρθηκε μέχρι το κονάκι του, είπε στη μοναχοκόρη του σαν και πού τα ‘χε χουμπωμένα τα φλουριά του και ταχιά ξεψύχησε.
Πάνω στον τόπο που ήτανε χωμένος ο θησαυρός, είχε χτίσει καλύβι ένας καημενάκος χηρεμένος, μ’ ένα παιδί. Ολονών των φτωχών οι Μοίρες είναι κουτσές και μια-δυο φορές μοναχά προκάνουν να φέρουν καλό όλες κι όλες στη ζήση. Μα του παιδιού η Μοίρα ήτανε και στραβή μαζί και πήγαινε ψάχτοντας με τα χέρια και δεν είχανε απαντηθεί ακόμα μεταξύ τους. Κι όλο σκόνταφτε το παιδί και ‘κανε ζημιές και ‘χανε πράματα χωρίς να τ’ αφήνει μες τη μέση. Αλλά είχε μάθει και δε βαρυγκομούσε.
Να κι ένα πουρνό, παρουσιάζεται στη μπασά απ’ το καλύβι μια ζητιάνα νια κι όμορφη, έπιασε κουβεντολόι με το νοικοκύρη που δεν του περίσσευε τίποτις να δώσει. Τα φέρανε από ‘δω, τα φέρανε από ‘κει, ξαναπήγε την άλλη τη μέρα. Να μην τα πολυλογώ, την πήρε γυναίκα στο τέλος. Πού να ξέρε πως είναι του κλέφτη η θυγατέρα!
Η κακούργα έκανε την καλή μπροστά στον πατέρα, μα όντας έλειπε κείνος στο χωράφι, το παιδί το πέρναγε μαρτύρια. Πότε το ‘δερνε, πότε τ’ άφηνε νηστικό, πότε το ‘κλεινε στο αρμάρι. Δίκιο να βρει το παιδί δεν είχε, έλεε τ’ αντρός της πως γλίστρησε μονάχο του και τσακίστηκε, πως του ‘πεσε το φαΐ στη λάσπη, πως σφήνωσε στο αρμάρι. Χειρότερη μυτρηγιά, δεν ξανάγινε.
Απάνω στον ένα χρόνο, αφού το θησαυρό που ‘ψαχτε δεν τον είχε ξετρυπώσει ακόμα, η γυναίκα βαρέθηκε. Φαρμάκωσε τον άντρα της και ‘πιασε αγάπες με το παλιό πρωτοπαλίκαρο του πατέρα της που ‘χε κάμει δικό του ασκέρι και ταλαιπώραε τους νοικοκυραίους. Το παιδί το πήρ’ αυτός και το ‘δωσε σε κάτι κλέφτες πελαγίσους, να το πουλήσουνε δούλο σε μακρινά μέρη. Κι η κακούργα έπιασε και ξεθεμέλιωσε το καλύβι και βρήκε τα φλουριά κι έφερε μαστόρους και χτίσανε παλάτι στον ίδιο τόπο κι έκανε μετά την αρχόντισσα εκεί με τον αγαπητικό της.
Ας την τώρ’ αυτή, να ιδούμε τι απόγινε το παιδί. Εκεί που αρμενίζανε οι κλέφτες οι θαλασσινοί, σκώνεται κύμα τρανό, γυρνάει ανάποδα το καράβι τους. Βγαίνει κι ένα θεριό του νερού κι άρχισε κι έτρωγε όποιον ήγλεπε. Μοναχά το παιδί γλίτωσε, το ξέβρασε η θάλασσα σε κάτι βράχια μαύρα. Μήτε κι ήξερε σε τι τόπο είχε φτάσει. Το πήρε δρόμο-δρόμο, έφτασε σε χωριό με ανθρώπους ξένους και γλώσσα ξένη.
Να συνεννοηθεί δεν μπορούσε, τον πιάσανε και τον πήγανε στο βασιλιά τους να τον βάλει σε δουλειά. Κανένας επιστάτης δεν το ήθελε κοντά του το παιδί, όλοι το γυρίζανε στο βασιλιά πίσω. Το ‘χωσαν στη γης να σκάβει για χρυσάφι, μια έσπαγε ο κασμάς του, μια σωριάζονταν οι πέτρες που πόστιαζε στην άκρη. Το βάλανε ύστερα να γυρνάει το μάγκανο στο πηγάδι σα γάιδαρος, πότε κοβόταν η τριχιά, πότε τρύπαγε το λαήνι. Το στείλανε στα ζα, άλλα αρρώσταιναν, άλλα κουτσαίνονταν.
Ο βασιλιάς έλεγε πως είναι πονηρός ο δούλος του και κάνει ζημιές για να τον διώξουν, γι’ αυτό έβαζε να τον περνάνε βούρδουλα κάθε βολά. Ώσπου έφτασε είκοσι χρονώ το παιδί και έμαθε πια τη γλώσσα την ξένη κι έπιασε τον αφέντη του να πει τα βασανά του και να κάμει ξήγησες. Πάλι δεν πίστεψ’ ο βασιλιάς. Έκαμε πως το λυπήθηκε το παιδί, του ‘δωσε μιαν αλλαξά χρυσή, ένα μαντήλι τυλιγμένο γεμάτο φλουριά κι ένα σπαθί καλό, και το αμόλησε με την ευκή του. Μασκαρεύτηκε κι αυτός ο ίδιος ταξιδιώτης κι ακλούθησε λίγο παραπίσω να δει τι θα γενεί. Έλεγε όλα καλά θα πάνε και μετά θα βάλει αυτός να το τιμωρήσει το παιδί για τα ψέματα που του ‘χε ειπωμένα.
Πααίνανε κι οι δυο με τα ποδάρια, γιατί το παιδί δεν ήθελε να πάρει άλογο, το λυπότανε το ζώο να το βασανίσει άδικα. Φτάνουνε σ’ ένα χάνι, μπήκανε να κοιμηθούνε. Έρχεται ύστερα ένας ξένος λελέκι σκέτο, μα ο χανιτζής είχε μονάχα ένα κρεβάτι κοντό να του δώσει. Το πιδί, από την καλή του την καρδιά, είπε ν’ αλλάξουνε κάμαρες. Κοιμήθηκε καλά ο ψηλός, το παιδί βρήκε κοριούς στο στρώμα και δεν έκλεισε μάτι όλη νύχτα. Είδ’ ο βασιλιάς και θάμαξε, το φιλότιμο να γυρίσει σε κακοτυχιά.
Πιο πέρα, φτάνουνε σ’ ένα γιοφύρι που ‘χε γκρεμιστεί κι ήταν ένας έμπορας με φρούτα φορτωμένα στ’ αμάξι του κι αναστέναζε που δε μπορούσε να προχωρήσει. Πιάνει το παιδί, φορτώνεται, περνάνε την πραμάτεια απέναντι μαζί με τον έμπορα να μη μείνει εκεί και χαλάσει. Γυρνάει πίσω το παιδί, περνάει και τ’ άλογο. Ότι πήγαινε κι αυτό να βγει στον όχτο, κατεβάζει λάσπη το ποτάμι. Κατάφερε και πιάστηκε από μια ρίζα και γλίτωσε το παιδί, μόνο η χρυσή η φορεσά του γίνηκε κομμάτια. Είδ’ ο βασιλιάς και θάμαξε, το φιλότιμο να γυρίσει σε κακοτυχιά.
Την άλλη τη μέρα, χωρίζει ο δρόμος στα δυο, μια στράτα πάει χαμηλά, μια περνάει δίπλα στο γκρεμό, κοίταζες και σ’ έπιανε ζαλάδα. Απάνου στη διχάλα, ήτανε ένα τσοπανόπουλο κι έκλαιγε. Ρωτάει το παιδί, μαθαίνει που το καλύτερο κατσίκι του κοπαδιού είχε πάρει το μονοπάτι του γκρεμού και σκιαζότανε ο τσοπανάκος να πάει να το φέρει πίσω. Ούτε και πίσω σπίτι του μπορούσε να πάει, γιατί είχε μυτρηγιά κακούργα και θα το ‘δερνε. Λυπήθηκε το παιδί, θυμήθηκε τα δικά του τα περασμένα, βγαίνει στο φρύδι του γκρεμού, το πιάνει το ερίφι. Κι ότι το ‘φερνε πίσω, δίνει το ζώο μια μήπως του φύγει, πιάνεται στο κέρατό του το μαντήλι του παιδιού που το ‘χε γεμίσει ο αφέντης του με φλουριά, πάει κάτω στο γκρεμό όπως ήτανε. Είδ’ ο βασιλιάς και θάμαξε, το φιλότιμο να γυρίσει σε κακοτυχιά.
Την παράλλη μέρα, συνάντησε το παιδί ένα ζαρκάδι θηλυκό και το είχανε τριγυρισμένο τσακάλια να του φάνε το μικρό του. Σέρνει το παιδί το καλό σπαθί που του ‘χε δωσμένο ο βασιλιάς, δίνει μια-δυο, φύγανε αλυχτώντας τα θρασίμια. Μα σφήνωσε το όπλο στα πλευρά ενός, πάει το πήρε μαζί του κι έμεινε αδειανό το θηκάρι. Είδ’ ο βασιλιάς και θάμαξε, το φιλότιμο να γυρίσει σε κακοτυχιά.
Πίστεψε πια ο αφέντης την ιστορία του δούλου του κι είπε να του φανερωθεί. Τέτοιος άνθρωπος λέει, τόσα να παθαίνει και να μη βαρυγκομάει, να μην κρατάει κακία και πάλι να βοηθάει, δεν υπάρχει στην Πλάση. Μα τον έτρωγε κι η περιέργεια και είπε ας πάει άλλη μια μέρα, να ιδεί τι άλλο θα γενεί. Βρίσκει ένα πηγάδι το άλλο πουρνό το παιδί, πάει κοντά να νιφτεί. Ακούει ένα κλάμα γυναίκειο από κάτου, έσκυψε να ιδεί μην είχε πέσει μέσα καμιά κυρά. Ήτανε γλιτσασμένο το στόμα του πηγαδιού, γλιστράει, πάει κι αυτός μέσα.
Τότες ο βασιλιάς πικράθηκε. Είπε άδικα το άφησε το παιδί και πήγε χαμένο. Γύρισε παραπίσω κι έφερε τους υπηρέτες που ακολουθούσαν, να βγάλουν τουλάχιστον τα κόκαλα του παιδιού από το πηγάδι, να του κάμουν ένα μνημούρι ανθρώπινο ν’ αναπαυτεί η ψυχούλα του.
Μα έλα που το παιδί δεν ήτανε πεθαμένο! Το πηγάδι είχε νερό και σώθηκε, είχε και πέτρες να σταθεί να μην πνιγεί. Εκεί, μες το σκοτάδι, ήτανε και μια γριά.
«Παιδί μου», λέει, «κάμε κουράγιο. Άνθρωπος δεν περνάει από τούτη την ερμιά και δε σωνόμαστε. Εγώ έχω δέκα χρόνια πεσμένη μέσα. Μον’ έλα κοντά να σου δώσω την ευκή μου γιατί δε βαστάω άλλο».
Κι όπως βάνει τα χέρια της απάνου του, τον εγνώρισε, γιατί ήτανε η Μοίρα του που δεν ήγλεπε, κι έτσι είχε βρεθεί κι εκείνη στην τρύπα.
«Αμ στον κόσμο σε γύρευα κι εδώ σε βρήκα!», του λέει. «Κάτσε να μ’ ακούσεις, γιατί δεν έχει να ξαναειδωθούμε. Όταν λάχει και σε βγάλουνε, άλλο πράμα να μη ζητήσεις, παρά το κρουσταλλένιο προσκεφάλι»
Ήρθανε οι υπηρέτες του βασιλιά, το βγάλανε όξω το παιδί από το πηγάδι, ψάξανε και για τη γριά, πουθενά. Κατεβάσανε δαδιά να δούνε καλύτερα, τίποτα. Γυρίσανε όλοι μαζί πίσω στο παλάτι, έπιασε ο αφέντης και αγκάλιασε το δούλο και τον αμόλησε λεύτερο, αληθινά ετούτη τη φορά.
«Τι δώρο να σου κάμω», του λέει, «να μην το χάσεις κι ετούτο;»
Το παιδί ζήτησε το κρουσταλλένιο προσκεφάλι όπως το ‘χε ορμηνέψει η Μοίρα του. Ο βασιλιάς είπε κι είπε, να το αλλάξει γνώμη, μα δεν τα κατάφερνε, κι έβαλε να φέρουν εκεί μπροστά στο θρονί του το δώρο. Αυτό είχε ζητήσει από μαστόρους να το φτιάσουν, για να βρει άντρα για τη μοναχοκόρη του. Όποιος κοιμόταν με δαύτο, τον έβρισκε μεγάλο κακό παρεκτός κι αν στη ζήση του
ψέμα δεν είχε ειπωμένο
κακό δεν είχε καμωμένο
φλουρί δεν είχε κλεμμένο
άδικο δεν είχε κερδισμένο
και πολλά βασιλόπουλα είχανε πεθαμένα και λαβωμένα από δαύτο, μέχρι που δεν τόλμαγε κανείς να το δοκιμάσει κι ο βασιλιάς ο ίδιος έλεγε πως τέτοιος άνθρωπος δεν υπάρχει.
Και να που βρέθηκε το παιδί άξιο και έκαμε τον καλύτερο του ύπνο με το κρουσταλλένιο προσκεφάλι στις βασιλικές τις κάμαρες και σκώθηκε το άλλο το πουρνό ξεκούραστο. Άλλο νέο καλύτερο δεν ήθελε ο βασιλιάς, που δεν είχε κλείσει μάτι από την έγνοια του. Έβαλε αμέσως να γίνει καλέστρα, να κάμει το παιδί γαμπρό του. Και κακό δεν του ξανάτυχε του παιδιού στα πολλά χρόνια που βασίλεψε, γιατί τη Μοίρα του την είχε ανταμώσει πια.
Και το κρουσταλλένιο προσκεφάλι, που δεν το ‘χε ανάγκη πια, το ‘στειλε πεσκέσι στη συμπεθέρα του, τη μητρυγιά του παιδιού. Εκείνη το ‘βαλε να πλαγιάσει ο αγαπητικός της και άνοιξε η γης και τους κατάπιε και τους δύο, με το παλάτι τους και τα κλεψιμέικα τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου