Πέμπτη 12 Φεβρουαρίου 2009

Στιγμή 1

Πέρα από τα παραμύθια που συνεχίζουν ακάθεκτα (το είδατε το τελευταίο;), εγκαινιάζω ένα νέο είδος δημοσίευσης στο ιστολόγιο αυτό. Μικρά κείμενα από το παρελθόν των χαρακτήρων που εμφανίζονται στο «Κοράκι σε άλικο φόντο», πράγματα που συνέβησαν πριν την έναρξη του βιβλίου. Υπάρχουν πολλά πρόσωπα στους «Γιους της Στάχτης» κι αυτός είναι ένας τρόπος να τα παρουσιάσω σταδιακά, χωρίς αποσπάσματα από τα ίδια τα βιβλία, με κίνδυνο να αποκαλύψω περισσότερα απ’ όσα πρέπει.

Να σημειώσω ότι τα κειμενάκια αυτά δεν είναι απαραίτητο να τα διαβάσει κανείς για να κατανοήσει το βιβλίο (και τούμπαλιν, μπορείτε να τα απολαύσετε χωρίς να έχετε διαβάσει το βιβλίο).

Εκτός κι αν μου βρείτε καλύτερο όνομα, θα τα αποκαλώ «Στιγμές».

Κάνω την αρχή με έναν από τους «δευτερεύοντες» χαρακτήρες (τα εισαγωγικά γιατί η διάκριση αυτή είναι λίγο αντίθετη στην όλη σύλληψη των «Γιων»).


Νικήτας


Με σφιγμένα τα δόντια, τρυπούσε θώρακες, έσπαγε ασπίδες, τσάκιζε πρόσωπα. Κάποιοι άρπαζαν το δόρυ, αλλά δεν είχαν τη δύναμη να του το πάρουν από τα χέρια. Άλλοι χτυπούσαν το όπλο με τα σπαθιά τους, μήπως το σπάσουν, μα το ξύλινο στέλεχός του ήταν χοντρό σαν αντρικός καρπός, ένα μικρό δέντρο. Γύρω, οι γραμμές των δυο παρατάξεων είχαν μπλεχτεί. Βέλη συνέχιζαν να πέφτουν από ψηλά, αδυνατώντας να ξεχωρίσουν εχθρό από φίλο. Πάνω από τα κεφάλια υψώνονταν τα δυο λάβαρα, όμοια σε σχέδιο, τα χρώματά τους αντίστροφα. Όπως κι αν εξελισσόταν η μάχη, αιγλωικό σύμβολο θα κατέληγε στη λάσπη. Άρχισε να ψιχαλίζει.

Περπάτησε αργά όλη τη Μακρά Γέφυρα και γύρισε πάλι πίσω. Στο μουντό φως τη συννεφιασμένης μέρας, κάθε χρώμα έμοιαζε να έχει αποσυρθεί από το τοπίο και τους ανθρώπους. Η μενεξεδιά στολή του φάνταζε μελανή. Ο μάλλινος μανδύας ανέμιζε και ξεγελούσε τα μάτια, γινόταν ένα με τους γρανιτένιους ογκόλιθους πίσω από τον άντρα. Καμιά αντανάκλαση δεν πιανόταν στους κρίκους της αρματωσιάς του, τα σταχτιά φρύδια του δεν έκαναν αντίθεση με το ξυρισμένο δέρμα του κρανίου του.

«Εκατόνταρχε Νικήτα», τον υποδέχτηκε ο αρχιστράτηγος, που περίμενε υπομονετικά όσο εκείνος εξέταζε την τοποθεσία. «Λοιπόν;»

Μια λέξη όλη κι όλη, ένα τεράστιο δίλημμα.

«Θα την κρατήσουμε», αποφάσισε ο υπαξιωματικός. «Όσοι κι αν είναι οι αντίπαλοι, ό,τι κι αν χρειαστεί να κάνουμε».

Η βροχή είχε μουσκέψει τις πλάκες της γέφυρας. Μικροί καταρράχτες έρρεαν στα πλευρά της και κατέληγαν στον αφρισμένο Σπείρωνα, νερό ανάμικτο με αίμα παράσερνε κομμάτια μετάλλου, κομμάτια σάρκας. Παντού άψυχα κορμιά ανθρώπων και αλόγων, διαλυμένες άμαξες, γκρεμισμένα οδοφράγματα.

Πίσω στην επόμενη γραμμή άμυνας, ανασύνταξη. Δυο νεοσύλλεκτοι πέρασαν δίπλα από το Νικήτα, δυο πανικόβλητα παιδιά με μάτια διεσταλμένα από τρόμο. Λίγο πιο πίσω ακολουθούσε ο φίλος τους, ένα αγόρι που έμοιαζε πολύ μικρό για να παίζει πόλεμο με αληθινά όπλα. Ένα απελατίκι κατέβηκε βαρύ στην πλάτη του νεαρού, ο ώμος του δίπλωσε αφύσικα. Σωριάστηκε μπρούμυτα στις βρεγμένες πλάκες, να αγκομαχά λαβωμένος. Ο πεζικάριος του εχθρού έσκυψε να τον αποτελειώσει.

Ο εκατόνταρχος δεν είχε χρόνο για σκέψη, ούτε καν για να τραβήξει το όπλο του από το θηκάρι. Πίσω η ασφάλεια, μπρος ένας σύντροφος που κινδύνευε και δεκάδες εχθροί. Έκανε ότι του επέβαλε το ένστικτο. Έτρεξε μπροστά, όσο γρήγορα του επέτρεπε το σώμα του που ήταν περισσότερο δυνατό παρά ευέλικτο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: