Παρασκευή 31 Οκτωβρίου 2008

Οι Περιφέρειες - Απηλία

Η Βασιλεία Αιγλωέων χωρίζεται διοικητικά (και γεωγραφικά) σε "Περιφέρειες". Αντί να πω εγώ κάτι για την κάθε μία, ξερό κι εγκυκλοπαιδικό, θ' αφήσω τους ανθρώπους της να μιλήσουν. Μέσα από τα παραμύθια τους, φαίνεται ποιες αρετές εκτιμούν και πιστεύουν ότι διαθέτουν οι Αιγλωείς κάθε τόπου, τι είδους αρχές θέλουν να ενσταλλάξουν στα παιδιά τους μέσα από τις ιστορίες που τους αφηγούνται.

Ξεκινάμε με την Περιφέρεια Απηλίας, στο βορειοδυτικό τμήμα της χερσονήσου της Αιγλώης:

Ο μάστορας κι ο μυλωνάς

ή

Τα πέντε περατινά σακιά


Τον καιρό που ο παππούς του παππού μου ήταν νέος, ζούσε ένας άνθρωπος κακότυχος. Είχε έξι παιδιά και το πιο φτωχό χωράφι στο χωριό. Μα ο Δημιουργός τον είχε λυπηθεί και τον είχε κάνει μεγάλο μάστορα. Τα χέρια του έπιαναν κι έφτιαχνε όλων των ειδών τα πράγματα, και χρήσιμα και όμορφα∙ κι ότι μπορούσε να γίνει από τον κόπο ενός ανθρώπου κι από ξύλο ή πέτρα, δεν έλειπε από το σπίτι του.

Μια χρονιά, ο Χειμώνας πέρασε τόσο ανάβροχος που όλοι ήξεραν ότι ερχόταν κακή σοδειά. Ο κακότυχος άνθρωπος, με το φτωχό του κλήρο, φοβήθηκε μήπως βγάλει τόσο λίγο κριθάρι που δε θα είχε να ταΐσει ούτε τα παιδιά του. Είδε κι απόειδε, ξενύχτησε και σκέφτηκε και σηκώθηκε αχάραγα ένα πρωί και φόρεσε τα ρούχα του ταξιδιού.

«Γυναίκα», είπε, «θα πάω από τώρα πέρα στον κάμπο, πριν κινήσουν οι άλλοι μαστόροι για φέτος. Μοναχός μου θα ‘μαι, πιο εύκολα θα βρω δουλειά, πιο πολλά θα πάρω. Εσύ κοίτα να πορευτείς όπως μπορείς, πάρε και δανεικά άμα χρειαστεί. Κι άμα γυρίσω, θα κάμουμε καλό καλοκαίρι».

Η κυρά του ήτανε μαθημένη να μένει μοναχή της μήνες, κάθε φορά που κατέβαινε ο άντρας της αντάμα με τους άλλους μαστόρους στον κάμπο να δουλέψουνε για τους πεδινούς για να συμπληρώσουνε τη σοδειά τους. Του μάζεψε τα εργαλεία του, δυο φορεσιές, κάτι για το δρόμο. Έκαμε να του βάλει μαζί κι ένα ορφανό φλουρί που είχανε, τυλιγμένο μέσα στο μαντήλι του, μα δεν την άφηκε.

«Δως μου ένα φιλί στο μέτωπο, καλύτερα», της είπε. «Να ‘μαι καλά κι όσο πιάνουν τα χέρια μου δε θα πεινάσω».

Πήρε, λοιπόν, το δρόμο και πήγαινε. Κι έφτασε πέρα μακριά, σε τόπο που έλεγε πως δε θα ‘χουν δει άνθρωπο από τα μαστοροχώρια και θα τον εκτιμούσαν πιότερο. Στο χωριό που πήγε, όλοι είχανε ευλογημένα χωράφια, άνοιξη ακόμη κι είχε ψηλώσει το στάχυ. Κι ο πλουσιότερος του τόπου ήτανε ο μυλωνάς και πήρε τον κακότυχο άνθρωπο στη δούλεψή του.

Συμφωνήσανε να κάμει καινούριες μυλόπετρες και μυλόξυλα και μυλόπανα. Και λεβέτια και κουτάλια και λαγήνια για τη γυναίκα του μυλωνά. Και θα του δώσει το αφεντικό για πληρωμή πέντε σακιά αλεύρι σταρένιο περατινά. Αυτός δεν ήξερε τι ήτανε τα ‘περατινά’, μα ντράπηκε να ρωτήσει γιατί ήξερε που τους λέγανε χωριάτες οι καμπίσιοι και δεν ήθελε να δείξει πως στα μαστοροχώρια είμαστε πίσω από τον άλλο κόσμο.

Δούλεψε μέρες και μέρες, από το πρωί ως το βράδυ, όσο καλύτερα μπορούσε. Κι έκαμε πράμματα γερά και πάλι τα λυπήθηκε και κάθισε και τα ιστόρησε, να μην είναι μόνο χρήσιμα, μα κι ευχάριστα να τα κοιτάς. Όμως, η μυλωνού ήτανε κακιά γυναίκα, και τον είχε βάλει να κοιμάται σ’ ένα καλύβι τρύπιο με λίγα ξύλα για τη φωτιά, και του ‘δινε φαΐ λιγοστό και μπαγιάτικο κι έλεγε κάθε τόσο του αντρός της ‘τόσα θα μας πάρει, βάλ’ τονε να κάμει και κάτι ακόμη’. Ο κακότυχος άνθρωπος δε βαρυγκομούσε∙ το φιλί της γυναίκας του στο μέτωπο τον ζέσταινε και τον χόρταινε και τον ξεκούραζε.

Κι ήρθε ο καιρός που κατεβήκανε στα πεδινά κι οι υπόλοιποι μαστόροι κι αυτός ακόμη δεν είχε τελειώσει. Κι ήρθε ο καιρός που πιάσανε οι καινούριες βροχές κι οι υπόλοιποι μαστόροι κινήσανε για τα σπίτια τους, κι αυτός ακόμη δεν είχε τελειώσει. Κι άμα είδε πως δε θα πρόφταινε αλλιώς την καινούρια σπορά, έκαμε λόγο για να φύγει. Έτυχε εκείνη την ώρα κι έλειπε η μυλωνού, κι ο μυλωνάς δεν έφερε αντίρρηση. Φάνηκε κιόλας πως δεν ήτανε τελείως αφιλότιμος. Είπε να δώσει του μάστορα δυο ακόμη σακιά στάρι, ‘ένα από μένα, ένα από την κυρά μου’.

Χαρά που έκαμε ο μάστορας! Μα σαν τα είδε τα σακιά, του πέσανε τα μούτρα. Ήτανε τόσα δα, χωρούσανε μέσα σε δυο χούφτες το καθένα. Έκαμε να γκρινιάξει, αλλά ο μυλωνάς του είπε πως τέτοια είναι τα περατινά σακιά και τέτοια συμφωνήσανε. Κι άμα δεν τον πίστευε, ας ρώταγε τον παπά ή τον προεστό ή κανέναν πατριώτη του αν είχε μείνει ξοπίσω. Τι να πει και τι να κάμει ο μάστορας, κατάλαβε πως τον είχανε γελάσει, έβαλε στο ταγάρι του τα σακιά και τα εργαλεία του και τις αλλαξιές του και πήρε το δρόμο πικραμένος.

Μα σαν γύρισε η μυλωνού πίσω κι έμαθε πως ο άντρας της έδωσε στο μάστορα πιο πολλά από τα συμφωνημένα, άστραψε και βρόντηξε. Κι έπιασε το μυλωνά από τ’ αυτί, και του ‘βαλε στο χέρι ένα απελατίκι και τον έστειλε να προλάβει τον κακότυχο άνθρωπο και να γυρέψει πίσω τα παραπανίσια.

Στο αναμεταξύ, ο μάστορας είχε προχωρήσει κάμποσο κι είχε φτάσει σ’ ένα σταυροδρόμι. Εκεί στεκότανε μια γριά καμπουριασμένη, μ’ ένα μεγάλο δεμάτι ξύλα στην πλάτη και δεν είχε δύναμη να περπατήσει. Ο μάστορας είδε που είχανε πέσει βαριά σύννεφα και θα τον πιάνανε οι μεγάλες βροχές στο δρόμο. Κι έκανε να προσπεράσει τη γριά. Αλλά ντράπηκε. Τι ψυχή είχε ένα πρωί; Ζαλιγκώθηκε τα ξύλα της και την πήγε ως το καλύβι της, στο αριστερό μονοπάτι, παρά που ο ίδιος ήθελε να πάει δεξιά. Κι είδε πως τα ξύλα δεν τα ‘χε για τη φωτιά, μα για να κλείσει μια τρύπα στη στέγη της. Πού να την αφήσει να σκαρφαλώσει εκείνη. Πήρε τα εργαλεία του και μια και δυο, άλλαξε όλα τα σανίδια από τη μια άκρη στην άλλη.

Κι ο μυλωνάς – που σαν ντόπιος ήξερε καλύτερα τους δρόμους – είχε βγει μπροστά του στο δεξιό μονοπάτι, αλλά δεν τον πέτυχε. Φοβόταν ο μυλωνάς να γυρίσει με άδεια χέρια στην κυρά του τη στριμμένη κι έτσι προχώρησε πιο κάτω στο δρόμο για τα μαστοροχώρια κι έστησε νέο καρτέρι.

Αφού δέχτηκε τα φτωχικά φιλέματα της γριάς για να μην την προσβάλει, ο μάστορας κίνησε πάλι. Στο επόμενο σταυροδρόμι, βρήκε ένα όμορφο παλικάρι ασπροφορεμένο μα λυπημένο. Ο μάστορας χαιρέτισε, αλλά δεν έλαβε απάντηση. Τα σύννεφα γίνανε πιο μαύρα στον ουρανό, αλλά δεν του έκανε καρδιά να μη σταθεί να ρωτήσει τι είχε ο άλλος. Και το παλικάρι του είπε ότι ήθελε να πάει να ζητήσει μια κοπέλα που αγαπούσε και τον αγαπούσε κι εκείνη. Αλλά ήταν πολύ όμορφη κι είχε πολλά πλούσια προξενιά κι αυτός ήταν ορφανός και δεν είχε όμορφα ρούχα και φοβόταν πως ο πατέρας της θα τον περιφρονούσε και θα διάλεγε άλλο γαμπρό.

Κι ο μάστορας στενοχωρήθηκε και πήρε από κοντά τον ορφανό και όπως πήγαιναν, του κένταγε την άσπρη του τη φορεσιά. Κι ως να φτάσουν στο σπίτι της νύφης, είχε ιστορήσει πουλιά και δέντρα, και τον ήλιο και το φεγγάρι, και το νερό που τρέχει. Και θαμπώθηκαν οι γονέοι της κοπέλας, κι οι γειτόνοι κι οι άλλοι γαμπροί που σαν τον είδανε έφυγαν για να μη μπούνε ανάμεσα στο ζευγάρι το ταιριαστό κι αγαπημένο. Κι έστρεξε κι έγινε ο αρραβώνας με το παλικάρι.

Κι ο νέος ντροπιάστηκε που δεν είχε κάτι να του δώσει για αμοιβή, αλλά ο μάστορας του είπε άμα κάνουν παιδιά με τη νύφη και βγάλουν πρώτα τα ονόματα των γονιών του των πεθαμένων και των δικών της των ζωντανών, ας βγάλουν και του παππούλη του το όνομα που δεν είχε αυτός αδερφό να το πάρει. Κι οι δυο νέοι τον ευχαρίστησαν και φιλήσανε τα χέρια του τα ικανά. Κι η κοπέλα του έριξε κρυφά στο ταγάρι ένα μοναχό φλουρί που είχε.

Κι ο μάστορας πάλι είχε ξεστρατίσει και δε συναντήθηκε με το μυλωνά. Κι ο μυλωνάς πάλι προχώρησε να του στήσει τρίτο καρτέρι.

Στο τρίτο σταυροδρόμι, ο μάστορας συνάντησε έναν άνθρωπο κουρελή μα καθαρό, που είχε ένα τρύπιο παλιό ταγάρι και κοίταζε πώς να το κρατήσει να μη χυθούν οι σπόροι το στάρι που είχε μέσα. Ο μάστορας είπε στον άλλον πως ήθελε μπάλωμα ή πέταμα το ταγάρι, μα κείνος αποκρίθηκε πως δεν ήξερε να μπαλώνει και δεν είχε ν’ αγοράσει καινούριο. Όλο το καλοκαίρι δούλευε σε ξένα χωράφια, που δεν είχε δικό του, και τώρα γύρναγε στα παιδιά του και στη γυναίκα του μ’ όσο κέρδος είχε κάνει. Άκουσε ο μάστορας που είχανε τον ίδιο πόνο οι δυο τους, κι έπιασε το δικό του το ταγάρι που ήταν καινούριο και το έδωσε στον άλλο και πήρε το κουρελιασμένο.

Ο άλλος φτωχός κοκκίνισε που δεν είχε τίποτα να δώσει κι έβγαλε μια χούφτα στάρι. Τι να κάνει ο μάστορας, την πήρε με βαριά καρδιά αλλά αναγκαστικά, γιατί ο άλλος δεν ήταν διακονιάρης. Κι αφού δώσανε τα χέρια και χωρίσανε, κάθισε κάτω από ένα δέντρο ο μάστορας να μπαλώσει το παλιοτάγαρο. Κι ο μυλωνάς που είχε βαρεθεί να περιμένει και γύριζε πίσω στο χωριό του, τον βρήκε εκεί. Ο μυλωνάς ήτανε ντυμένος ληστής και δεν τον γνώρισε ο μάστορας. Και για να μη φανερωθεί πως ήξερε για τα παραπανίσια δυο, ο ψευτοληστής πήρε και τα εφτά περατινά σακιά. Αλλά το ταγάρι το άφησε, γιατί το είδε κουρελιάρικο κι είπε πως δε θα ‘τανε τίποτις μέσα καλό.

Τι να κάμει ο μάστορας, γύρισε σπίτι του με αδειανά τα χέρια, να πεθάνουν τουλάχιστον όλοι μαζί από την πείνα, κι αυτός κι η γυναίκα του και τα παιδιά του. Κι έφτασε νύχτα και χώθηκε στο κρεβάτι αμίλητος, που δεν ήξερε πώς να πάει τα μαύρα μαντάτα και δεν ήθελε να ξυπνήσει κανέναν. Μα ύπνος δεν τον έπαιρνε. Και σηκώθηκε και πήγε στο κελάρι, εκεί που είχε αφήσει το παλιοτάγαρο. Και τι να δει; Η χούφτα το σιτάρι του φτωχού είχε αυγατίσει κι είχε γίνει σαράντα σακιά αλεύρι, τα φιλέματα της γριάς είχαν γίνει κιούπια με λάδι και τυρί, το ένα φλουρί της νύφης είχε γεμίσει κασέλες. Με τόσο βιος, έβγαλε τα παιδιά του και τα ‘κανε μαστόρους καλύτερους κι από τον εαυτό του και ποτέ δεν τσιγκουνεύτηκε άμα έβλεπε άνθρωπο φτωχό σαν που ήταν παλιά.

Κι ο μυλωνάς γύρισε πίσω κι έδωσε τα δυο παραπανίσια σακιά στην κυρά του, που ξεκίνησαν τη φασαρία, και τα άλλα τα πήγε για την αποθήκη. Η γυναίκα του άνοιξε το ένα σακί για να βάλει να ζυμώσει, μ’ αντί για αλεύρι βρήκε φίδια που βγήκανε και τη φάγανε. Κι όσο να φτάσει ο μυλωνάς στην αποθήκη, έπιασε μια νεροποντή που δεν είχε ξαναδεί τέτοια η Πλάση. Κι ένας κεραυνός έπεσε και χάλασε το μύλο του κι άλλος ένας την αποθήκη. Κι έμεινε δίχως κυρά και δίχως μύλο και δίχως βιος, να πορευτεί με τα πέντε περατινά σακιά.

2 σχόλια:

Γιάννης Πλιώτας είπε...

Τι όμορφο παραμύθι!
Δείτε αν θέλετε και στο σχετικό topic του sff.gr τη συζήτηση που ακολούθησε.
http://www.sff.gr/forums/index.php?showtopic=7992

Α.Τ. είπε...

Διάβασα το παραμύθι σου, που η ίδια λάτρεψα, στην δεκατριάχρονη (δεκατρία και μισό για την ακρίβεια) κόρη μου. Κρεμόταν από τα χείλη μου φανερά συγκινημένη και δεν έκρυψε την ικανοποίησή της για το αίσιο τέλος στα βάσανα του τεχνίτη και της φαμίλιας του, αλλά και την χαρά της για το κακό τέλος του μυλωνά και της γυναίκας του.
Αναπαραγωγή κοινωνικών στερεότυπων, αναπαραγωγή του μύθου για την αιώνια διαμάχη του καλού και του κακού ή μήπως "ανάρμοστα" μηνύματα αλληλεγγύης και αλτρουϊσμού σε καιρούς δύσκολους για τέτοιες (ακατάληπτες) έννοιες;
Ουδέποτε θα έμπαινα στη διαδικασία να επιχειρήσω προσέγγιση ή ανάλυση αυτού του είδους.
Αλλίμονο, αν διαβάζοντας ένα παραμύθι λαϊκό δεν αναγνώριζα πρωτίστως την λαϊκή θυμοσοφία, που πάντα θαύμαζα και γοητευόμουν από την απλότητα και την αλήθεια της.
Εν προκειμένω, στάθηκε αδύνατο να σκεφτώ οτιδήποτε καθώς διαβάζοντάς το ξύπνησαν μνήμες που με έκαναν από τη μια να ντραπώ, γιατί υπήρξα μάνα ανάξια, που στέρησα το παιδί μου από τέτοιες αφηγήσεις και από την άλλη να χαρώ, που ευτυχώς εσύ και κάποιοι σαν εσένα δεν ξεχάσατε τους παππούδες μας και μας δίνετε το ερέθισμα και την παρότρυνση να πάψουμε να αποτελούμε τον αδύναμο κρίκο ανάμεσα σε κείνους και τα παιδιά μας.
Να 'σαι καλά.

υ.γ. Διαβάζοντάς το μεγαλόφωνα, διαπίστωσα ότι η γλώσσα του "μπέρδευε" την Ηπειρώτικη λαλιά μου. Μόλις βρω χρόνο, θα σου υποδείξω σημεία, που θεωρώ ότι οι συντοπίτες μου θα άρθρωναν λίγο διαφορετικά.