Κάθε εμπόδιο για καλό. Ο χρόνος που μου δίνεται ώσπου να κυκλοφορήσει το βιβλίο, είναι μια καλή ευκαιρία για να κάνω κάποια πράγματα που είχα παραμελήσει, όπως να ολοκληρώσω τις 'Στιγμές'.
Και πάλι ένας από τους "κακούς" χαρακτήρες στο προσκήνιο, ο κόμης Χανσίκο. Αυτός δεν ανήκει στους Αιγλωείς, αλλά κατάγεται από τη μακρινή χώρα που λέγεται Ναντάρ. Μάλιστα, είναι ένα από τα πιο επιφανή τέκνα της.
[όσοι είναι καινούριοι αναγνώστες ή παρακολουθούν το ιστολόγιο μέσω facebook, ίσως δεν κατανοούν τι ακριβώς είναι αυτό εδώ το κείμενο, οπότε ας ρίξουν μια ματιά εδώ)
Κόμης Χανσίκο
Λαχανιασμένος, ξέπνοος από τον πόθο, ο Χανσίκο αναζητούσε με τα χείλη του το λαιμό της Άλμα. Χανόταν ανάμεσα στους βοστρύχους της που είχαν το χρώμα του καλογυαλισμένου ξύλου, πιο σκούροι από το κάστανο, πιο ανοιχτόχρωμοι από τον έβενο. Σαν να βυθιζόταν σε σκοτεινά νερά. Όπως όταν ήταν παιδί και βουτούσε στον Ωκεανό μαζί με τα ξαδέλφια του κοντά στο υποστατικό του παππού του. Θυμήθηκε πώς αναζητούσε τότε τον βυθό, να κλείσει λίγη άμμο μέσα στις χούφτες του για να μπορέσει να αποδείξει αργότερα πως έφτασε βαθύτερα από τους άλλους. Πώς στέρευε κάθε φορά η ανάσα του κι όμως δεν εγκατέλειπε την προσπάθεια για να μην ηττηθεί…
Μόλις ακούστηκε η θύρα του υπνοδωματίου να ανοίγει απότομα, μια μικρή τρομαγμένη κραυγή βγήκε από το στόμα της Άλμα. Αυτός ήταν ήδη όρθιος, το λυγερό του σώμα είχε τιναχτεί πιο γρήγορα κι από κυρτωμένο έλασμα που άξαφνα αφήνεται ελεύθερο. Είχε το σπαθί του στο χέρι και για μια στιγμή κράτησε την ανάσα του, βέβαιος πως θα αναγκαζόταν να αθετήσει την υπόσχεση που είχε δώσει στη γυναίκα που αγαπούσε. Η Άλμα επιθυμούσε να μη μονομαχήσει ο Χανσίκο ποτέ με το σύζυγό της, να μην τον σκοτώσει – δεν έφταιγε εκείνος που οι δυο τους είχαν γνωριστεί πολύ αργά και δεν είχαν καταφέρει να ενώσουν τις ζωές τους νόμιμα, μόνιμα και δημόσια.
Μα στο κατώφλι δε στεκόταν ο απατημένος υποκόμης Αρνάντο. Μόνο ο Ρουίς, ο εσκουέρο του Χανσίκο, προσωπικός υπηρέτης και μαθητής του.
Το μελαχρινό αγόρι δεν ένιωσε έκπληξη βλέποντας ατημέλητα τα κορακίσια μαλλιά που λυτά έπεφταν στους ώμους του άντρα, βαριά από τον ιδρώτα. Δεν απέστρεψε το βλέμμα του από ντροπή στη θέα του γυμνού σώματος. Είχε μοιραστεί αρκετές φορές το κρεβάτι του αφέντη και δασκάλου του. Ήταν έθιμο παλιό – από την εποχή τον πολεμάρχων ακόμα, που έπαιρναν ομήρους τους γιους των εχθρών τους – να διδάσκει κάθε γενιά την επόμενη. Να της μαθαίνει κάθε τέχνη απαραίτητη στον άντρα· τέχνες της διακυβέρνησης, της μάχης και του έρωτα.
«Συγνώμη για την ενόχληση» είπε ο μικρός. «Μα είναι αληθινά απαραίτητη η παρουσία σας αμέσως τώρα».
Ο Χανσίκο ήταν ευέξαπτος και το ξάφνιασμά του είχε μετατραπεί σε οργή, αφού δεν έβρισκε άλλη διέξοδο. Μα ο Ρουίς ήταν καλό παιδί, έξυπνο και υπάκουο και ποτέ δεν του είχε δώσει αφορμή για τιμωρία. Ανήκε στη νέα γενιά των εσκουέρο. Δεν ήταν παιδί ευγενών, το είχαν αρπάξει οι Καναΐτες σε κάποια επιδρομή τους, αφού είχαν σφάξει τους γονείς του. Περατινοί δουλέμποροι το είχαν φέρει πίσω στην πατρίδα του, ξέροντας πως οι Νανταρινοί θα πλήρωναν όσο-όσο για να το γλιτώσουν από τη σκλαβιά σε κάποια ξένη χώρα. Αν το αγόρι ολοκλήρωνε τη μαθητεία του με επιτυχία, μπορούσε να αποκτήσει κάποιο σημαντικό αξίωμα στο μέλλον, ίσως κι έναν κατώτερο τίτλο. Δε θα διακινδύνευε να χάσει τέτοια μοναδική ευκαιρία για μια ανοησία.
Ο κόμης ένευσε και φόρεσε βιαστικά το παντελόνι του. Ξυπόλυτος ακόμη, δίχως ν’ αφήσει το όπλο του στην άκρη, ακολούθησε το παιδί που είχε βγει έξω στο διάδρομο. Το βρήκε να στέκει στο πλάι ενός συνομήλικού του, ενός ακόμη σκλάβου από το ίδιο περατινό φορτίο. Είχε κι εκείνο το αγόρι αγοραστεί, απελευθερωθεί και υιοθετηθεί ως εσκουέρο, από τον ίδιο το βασιλιά. Μα κανείς δεν ήξερε από πού ακριβώς καταγόταν. Είχε μαλλιά πολύ κατσαρά, σαν των Καναϊτών, κι όμως κατάξανθα σαν τον Νταετών που ζούσαν βόρεια της Ναντάρ. Τα μαύρα μάτια του ήταν τρομερά και όμορφα συνάμα, όπως ξεχώριζαν στο χιονόλευκο πρόσωπό του.
Δε θα γινόταν ποτέ άξιος πολεμιστής ή ηγέτης. Ήταν ντροπαλό, λεπτό κι αδύναμο κι η φωνή που έβγαινε από τα ροδένια χείλη του μπορούσε να συγκριθεί μόνο με των αηδονιών. Όμως ο ηγεμόνας είχε πριν χρόνια βρει τη σύζυγό του μέσα στην αγκαλιά του εραστή της. Είχε νικήσει στη μονομαχία που ακολούθησε, μα είχε βγει σημαδεμένος στο πρόσωπο και στην ψυχή. Ο Ινέγο ο Ωραίος είχε καταντήσει Ινέγο ο Μισογύνης και δεν ήθελε καμιά γυναίκα κοντά του πια. Ο θεσμός του εσκουέρο ήταν γι’ αυτόν μόνο και μόνο μια δικαιολογία για να έχει κάθε τόσο καινούριο όμορφο αγόρι στο πλευρό του, σε μια σχέση που προσέφερε σ’ αυτόν απόλαυση και στο κάθε παιδί απολύτως τίποτε. Πολλοί ευγενείς, πωρωμένοι από τη φρίκη του πολέμου και μαλθακοί από τον όγκο των λάφυρων, δεν είχαν καμιά αντίρρηση να τον μιμηθούν.
Ο Ρουίς κι ο φίλος του έπεσαν μαζί στα γόνατα, στη στάση του ικέτη. Το ξανθό αγόρι έτρεμε, έμοιαζε ανίκανο να μιλήσει. Ποιος ξέρει τι είχε δει εκείνη τη νύχτα, τι είχε υποστεί. Ήταν κοινό μυστικό πως ο Ινέγο γινόταν κάθε μέρα και σκληρότερος.
«Έλεος» ανέλαβε ο Ρουίς να σπάσει τη σιωπή. «Δώσε άσυλο στον κατατρεγμένο, αφέντη».
Ο Χανσίκο έτριψε το σαγόνι του κι έριξε μια κλεφτή ματιά προς την Άλμα που είχε προβάλει στη θύρα του υπνοδωματίου, κρύβοντας το σώμα της με το μεταξωτό σεντόνι. Δεν ήξερε αν έπρεπε να αψηφήσει το βασιλιά, παλιό του συμπολεμιστή και άξιο ηγέτη. Γιατί είχε επιλέξει να έρθει στη δική του έπαυλη ο μικρός φυγάδας; Επειδή ήταν φίλος με τον Ρουίς από τις δύσκολες ώρες της αιχμαλωσίας; Επειδή ο ίδιος ο κόμης ήταν από τους πιο όμορφους άντρες στη χώρα κι αυτό έκανε τους άλλους να τον εμπιστεύονται; Ο Χανσίκο ήθελε να πιστεύει πως υπήρχε πιο σημαντικός λόγος. Όλοι ήξεραν πως επωμιζόταν τις ευθύνες του με ευσυνειδησία. Μαζί με τη δύναμη που του έδινε ο τίτλος του, μαζί με την εξουσία, είχε και την υποχρέωση να φροντίζει τους κατώτερους, να τους προστατεύει. Το πίστευε ειλικρινά.
«Έλεος» είπε και το ξανθό αγόρι, σαν αδύναμη ηχώ του Ρουίς.
Ο Χανσίκο δεν πρόφτασε να απαντήσει, δεν πρόφτασε να αποφασίσει καν. Άκουσε φωνές από το ισόγειο και κλαγγές και τον κρότο από ξύλο που σπάει. Έτρεξε και στάθηκε στο κεφαλόσκαλο, μεγαλοπρεπής όπως οι φλόγες από τους δαυλούς φώτιζαν το ακόμη γυμνό από τη μέση και πάνω σώμα του, όπως η λάμψη τους αντανακλάτο από τη λεπίδα στο χέρι του. Αντίκρισε πολεμιστές που συγκρούονταν, δικούς του άντρες και αρματωμένους στρατιώτες της βασιλικής φρουράς που είχαν εισβάλει στο χώρο. Κάποιοι είχαν πιαστεί στα χέρια, κάποιοι είχαν πέσει, κάποιοι έκαναν κύκλους για να βρεθούν σε στρατηγικά ευνοϊκή θέση.
Και στο κέντρο, πάνω στον κόκκινο τάπητα που τον είχε κάνει ακόμα πιο κόκκινο το χυμένο αίμα, δέσποζε ο μαυροντυμένος στρατηγός Ζικάρ. Ψηλός, χλωμός, με καλοξυρισμένο πρόσωπο, με τα ξανθά μαλλιά του σε κοτσίδα δεμένη χαμηλά στον αυχένα, όπως συνηθιζόταν στην πατρίδα του τη Νταέτια. Εκείνος ο άντρας ήταν από τους πιο μισητούς ανθρώπους σε όλη τη Ναντάρ. Όχι μόνο επειδή ήταν ο εκτελεστής του βασιλιά, το σιδερένιο χέρι που μοίραζε τις ποινές που κανείς ντόπιος δε θα τολμούσε να επιβάλει στους συμπατριώτες του. Αλλά και ακριβώς επειδή ήταν ξένος, επειδή δεν ανήκε σε κάποια βαθμίδα της νανταρινής κοινωνίας, δεν προσποιούνταν καν πως ασπαζόταν τα ιδανικά και τις αρχές των ανθρώπων που τον φιλοξενούσαν. Κι ακόμη περισσότερο επειδή ήταν ίσως ο καλύτερος ξιφομάχος σε ολόκληρη τη χώρα και οι ευγενείς τον ζήλευαν και τον φοβούνταν.
Ο Χανσίκο δεν κοίταξε πίσω του προς το παρόν. Με ένα νόημά του, οι υπηρέτες θα οδηγούσαν την Άλμα έξω δίχως να τη δει κανείς. Δεν έπρεπε να τη βρουν εκεί όταν θα έψαχναν την έπαυλη για να ξετρυπώσουν τον φυγάδα. Μα ο κόμης ένιωθε πως στεκόταν σε ένα σταυροδρόμι και αδυνατούσε να δει που οδηγούσε κάθε μονοπάτι που ανοιγόταν μπρος του. Μπορούσε να κάνει κι ένα δεύτερο νόημα, να χαθεί και το ξανθό αγόρι μέσα στη νύχτα χωρίς να το βρουν οι διώκτες του. Μπορούσε να επικαλεστεί τον τίτλο του, να απαιτήσει να σεβαστούν το άβατο της οικίας του, το πόσο μεγάλος ήρωας ήταν και πόσο θα εξοργιζόταν ο λαός αν τον προσέβαλαν. Μπορούσε ακόμη και να απαιτήσει εξηγήσεις από τον Ζικάρ για όσα είχαν ήδη συμβεί. Πολύ καιρό ήθελε να αναμετρηθεί μαζί του, να βρει μια αφορμή να δείξει πως δεν ήταν δυνατόν ένας ξένος να είναι καλύτερος από τους κορυφαίους μαχητές της Ναντάρ. Όμως το κορμί του κόμη ήταν ακόμη χαυνωμένο από τον έρωτα κι ο στρατηγός είχε στη μέση του κρεμασμένη τη νταετίκα, τον μικρό πέλεκυ που εκτόξευε πριν τραβήξει το σπαθί του. Ακόμη μεγαλύτερος κίνδυνος, ακόμη μεγαλύτερη πρόκληση.
Ή μήπως έπρεπε να ενεργήσει με σύνεση ο Χανσίκο;
«Ο βασιλιάς έχασε το παιχνίδι του» είπε ο Ζικάρ με τη βαριά ξενική προφορά του κι η βροντερή φωνή του έκανε τις αψιμαχίες γύρω του να καταλαγιάσουν. «Απαιτεί να του δώσεις το δικό σου».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου