Τρίτη 4 Αυγούστου 2009

Οι Περιφέρειες - Χαρεόπολης

Οι περισσότεροι Χαρεοπολίτες ανήκουν στο αυστηρό θρησκευτικό κίνημα των Αγνών που παρουσιάστηκε στη Βασιλεία Αιγλωέων πριν λίγα χρόνια και ξεκίνησε από την περιοχή τους. Από τα παραμύθια, το ενδιαφέρον τους έχει πλέον μετακινηθεί στις παραβολές.


Η παραβολή του φαύλου ποιμένα

Είναι ένας νεαρός ποιμένας που αρέσκεται να ψεύδεται σε όλους, να καταστρέφει τα εύθραυστα και να ταλανίζει τους αδύναμους. Λέει πως διασκεδάζει με την οργή, τη σύγχυση και την οδύνη των άλλων. Πως ηδύνεται να είναι ο υπαίτιος και να μη συλλαμβάνεται.

Μια εσπέρα θερινή, μισοκοιμισμένος κάτω από τη δροσερή σκιά πλατάνου, ακούει βήματα στην όχθη του ποταμού. Θορυβημένος, σηκώνεται και παίρνει αμυντική στάση. Αντικρίζει έναν άντρα με ευχάριστη όψη και λευκή ενδυμασία, με άδεια χέρια και δίχως καμιά αποσκευή.

«Καλώς ανταμώσαμε», λέει ο ξένος. «Ακολούθησέ με να δεις πράγματα θαυμαστά».

Ο ποιμένας, περισσότερο υπηρέτης της περιέργειάς του παρά της ευθύνης για το ποίμνιο, ανταποκρίνεται. Μπαίνουν στο δάσος, ακολουθούν πολύστροφο μονοπάτι μέσα στο σκοτάδι που δε δυσχεραίνει την πορεία του επισκέπτη και φτάνουν σε τόπο όπου τα κλαδιά είναι μπλεγμένα σε συμπαγή θόλο και δεν ξεχωρίζει σελήνη, άστρο ή θάμπος του στερεώματος.

Ο λευκοχίτωνας παραμερίζει τις βάτους πλησίον πηγής που κατεβαίνει παγωμένη από τα όρη. Φανερώνει χάλκινους πρασινισμένους κρίκους πάνω σε μαρμάρινη πλάκα και προστάζει τον ποιμένα να τους τραβήξει. Αυτός δεν αρέσκεται να καταπονεί το σώμα του αλλά έχει φλογιστεί ο νους του από την αναμονή θεαμάτων και δε νιώθει κόπωση, πόνο ή πείνα.

Αποκαλύπτεται άνοιγμα ερεβώδες και αραχνιασμένο κάτω από το μάρμαρο κι ο ξένος κατεβαίνει ευθύς, ξάφνου σε κάθε χέρι του πυρσός που καίει. Ο ποιμένας ακολουθεί. Μετράει χίλια σκαλιά λαξευτά, εκατό βήματα σε στοά υγρή και δέκα κτιστές αψίδες. Φτάνουν σε σπήλαιο ανέγγιχτο από ανθρώπινο χέρι και τους φράζει το δρόμο ποταμός. Αναμένουν ώσπου φτάνει βαρκάρης πεπλοφόρος και τους μεταφέρει απέναντι, πληρωμένος δυο νομίσματα μολυβένια από τον ξένο.

Ο ποιμένας αρχίζει να δυσανασχετεί από την παράταση της αναμονής και διαμαρτύρεται. Ο λευκοχίτωνας σύρει αθέατο παραπέτασμα και του αποκαλύπτει διάδρομο με εσοχές, κάθε μία με το δικό της αναμμένο λύχνο, άλλοι φωτεινοί και άλλοι έτοιμοι να σβήσουν. Ο ξένος προστάζει τον ποιμένα να αναμείνει εκεί.

Ο ποιμένας ανήσυχος περιδιαβαίνει τον χώρο. Φυσά ένα λυχνάρι και το σβήνει. Νιώθει μια στιγμιαία ευχαρίστηση και σπεύδει να το επαναλάβει. Σαλιώνει το δάχτυλό του και συμπιέζει φυτίλια. Ανικανοποίητος ακόμη, αρχίζει να πετάει γυάλινους και πήλινους λύχνους στο δάπεδο για να σπάσουν, αδειάζει τους μεταλλικούς, ηδύνεται με το έλαιο που φλέγεται όλο μαζί.

Εν καιρώ, αρχίζει να βρίσκει ανιαρή τη διαδικασία και σταματά. Αμέσως, ο ξένος επιστρέφει στο πλευρό του και συνεχίζουν την πορεία τους. Σύντομα ο ποιμένας διαμαρτύρεται ξανά και ο λευκοχίτωνας σύρει έτερο αθέατο παραπέτασμα, αποκαλύπτοντας δυο ερμάρια και αποχωρεί. Ο ποιμένας χωρίς δισταγμό αρχίζει να ερευνά. Το εκ δεξιών ερμάρι είναι γεμάτο μικρά κουτιά που φέρουν άνθρακες, λερά ράκη και σαπισμένους καρπούς. Το εξ ευωνύμων ερμάρι περιέχει λίγες χούφτες στολίδια από ήλεκτρο, χρυσό και ελεφαντοστό, ατάκτως ερριμμένα.

Αρχίζει να γεμίζει το βαλάντιό του. Παίρνει όσα πολύτιμα αντικείμενα μπορεί και τα επίλοιπα τα μεταφέρει και τα πετά από μοχθηρία στα κουτιά του άλλου ερμαριού, να χαθούν, να λερωθούν και να φθαρούν. Ευχαριστημένος από την έμπνευσή του, κλείνει τα ερμάρια ώστε να φαίνονται ανέγγιχτα.

Ο ξένος επιστρέφει αμίλητος και ξεκινούν πάλι την υπόγεια πορεία τους. Δεν κάνουν μήτε δέκα βήματα κι ο ποιμένας ανοίγει το στόμα του να δηλώσει δυσαρεστημένος. Ο επισκέπτης, πριν αποχωρήσει προσωρινά, σύρει τρίτο αθέατο παραπέτασμα, διπλό, προς αίθουσα με κλωβούς πλήρεις θηρίων εξωτικών, ημέρων και αγρίων.

Μόνος ο ποιμένας, αρχίζει να σείει τις σιδερένιες ράβδους που τον χωρίζουν από τα ζώα και τα πτηνά, να θέτει σε χρήση τα φραγγέλια και τις βέργες που βρίσκονται στο χώρο. Τρομοκρατεί, εξαγριώνει και τραυματίζει, μετατρέποντας την αίθουσα σε ωδείο βρυγμού και οδυρμού. Δεν αφήνει κανένα πλάσμα σε ηρεμία, οχλώντας όποιο σιωπεί. Σταματά από κόπωση σωματική κι όχι πνευματική.

Και πάλι ο ξένος επιστρέφει εγκαίρως, αυτή τη φορά είναι αδύνατο να προσποιηθεί πως δεν κατανοεί τι συνέβη όσο απουσίαζε. Μορφάζει με δυσαρέσκεια μα δεν ομιλεί. Νεύει να τον ακολουθήσει ο ποιμένας. Πιο πέρα, αναμένει γραία μαυροφορούσα και ερωτά το όνομα του ποιμένα. Αυτός, φοβούμενος πως συνάντησε κάποιον από τους κατοίκους του τόπου κι ότι αν πει την αλήθεια θα μπορέσουν αργότερα να τον εντοπίσουν και να τον τιμωρήσουν για όσα έκανε εκεί, δηλώνει όνομα ξένο, που να ανήκει σε ένα άλλο νέο του χωριού του, λειψό στο νου, πολλάκις θύμα του.

Συνεχίζοντας το δρόμο τους, διασταυρώνονται εκ νέου με τον ποταμό, τους διεκπεραιώνει ο πεπλοφόρος πορθμέας επί πληρωμή, διασχίζουν δέκα κτιστές αψίδες, εκατό βήματα σε υγρή στοά υγρή, ανέρχονται χίλια σκαλιά λαξευτά, ο ξένος σβήνει τους πυρσούς και ο ποιμένας τοποθετεί τη μαρμάρινη πλάκα στη θέση της.

Η επιστροφή στο ποίμνιο είναι σύντομη, το μονοπάτι ευθύ και βραχύ.

«Αυτά ήταν τα θαυμαστά;» ωρύεται ο νεανίας. «Λύχνοι και ερμάρια και κλωβοί;»

«Ο πρόθυμος βιώνει θαύματα και στην απλούστερη στιγμή», απαντά γαλήνιος ο ξένος. «Οι λύχνοι ήταν οι βίοι των οικείων σου, ανθρώπων και μη, που τερματίζουν όταν σωθεί το έλαιο».

Ο χώρος φωτίζεται και αποκαλύπτονται όλοι οι αμνοί του ποιμνίου νεκροί και ο ποιμένας γοεί γόο μεγάλο, σκεπτόμενος την οικογένειά του.

«Στο εξ ευωνύμων ερμάρι φυλάσσονται για να σε κοσμήσουν οι δίκαιες πράξεις σου», λέγει ο ξένος, «ενώ στο εκ δεξιών φυλάσσονται τα σφάλματά σου, δια να ζυγιστούν τα μεν με τα δε όταν έλθει η ώρα».

Ο ποιμένας αδειάζει το βαλάντιό του απελπισμένος και βρίσκει μόνο σκώληκες, λύθρο και πυρίτες λίθους.

«Τα θηρία και τα πτηνά στους κλωβούς είναι οι κοιμισμένες συνειδήσεις των γειτόνων σου», λέγει ο ξένος, «που μπορείς να τις αφυπνίσεις για να αναγνωρίσουν την κρυφή αξία σου ή την κρυφή αναξιότητά σου».

Από την άλλη όχθη ακούγεται φωνές και φαίνονται φλόγες, πλήθος ερχόμενο, οι χωριανοί που έχουν ανακαλύψει όλα τα ψεύδη και τα κρίματα του ποιμένα και σπεύδουν να τον υποβάλλουν σε τιμωρία ανάλογή τους. Ριγεί και τα δόντια του τρίζουν από τρόμο.

«Η γραία είναι η καλή σου Μοίρα ζητά να σε βρει για να σου στείλει τύχη», λέγει ο ξένος. «Και τον τόπο των θαυμάτων δε θα μπορέσεις να ξαναβρείς και να διορθώσεις όσα έπραξες, διότι το πολύ μία φορά δικαιούται κανείς να τον επισκεφθεί. Σε θαύματα καλέστηκες και θαύμα δε θέλησες να δεις».

Και αποχωρεί ως ήλθε.

Δεν υπάρχουν σχόλια: