Θα μπορούσε να πει κανείς ότι μιλάμε για δυο χώρες με κοινό υπόβαθρο: σεισμογενείς, μακρόστενες από βορρά προς νότο, έτσι που να παρουσιάζουν θαυμαστή βιοποικιλότητα, με έναν από τους ελάχιστους πολιτισμούς που συνδυάζουν τεράστια χρονική διάρκεια και ευρεία ακτινοβολία. Δηλαδή, οι δυο λαοί αναπτύχθηκαν σε συναφείς συνθήκες κι ίσως οι διαφορά στην ιδιοσυγκρασία τους να οφείλεται σε διαφορές επίσης θεμελιώδεις, όπως η κομβική θέση της Ελλάδας σε αντιδιαστολή με την απομόνωση της Ιαπωνίας. Μα αυτό είναι σαν τη φράση που αποδίδει ο Πλάτωνας στον Πρωταγόρα, πως ακόμα και το άσπρο με το μαύρο κάπου μοιάζουν.
Η αλήθεια είναι Ελλάδα και Ιαπωνία στις συγκεκριμένες εποχές ούτε είναι παρόμοιες, ούτε αντίθετες. Απλά παρουσιάζουν τόσο μεγάλη διαφορά που είναι πολύ δύσκολο να τις συγκρίνει κανείς.
Ας πούμε, στην Ιαπωνία έχουμε ένα είδος απολυταρχικής αριστοκρατίας το οποίο όμως αντισταθμίζεται από κοινωνικούς και ηθικούς περιορισμούς που είναι μεγαλύτεροι και αυστηρότεροι όσο υψηλότερα στην κοινωνική κλίμακα βρίσκεται κανείς, με το ασφυκτικό bushido των σαμουράι στην κορυφή. Μπορεί, δηλαδή, ένας άρχοντας να έχει εξουσία ζωής και θανάτου πάνω στους χωρικούς που καλλιεργούν τη γη του, μα δεν έχει την ελευθερία να εκφράζει τα συναισθήματά του δημόσια ή να κάνει κυριολεκτικά ό,τι θέλει, δίχως κάποιο πρόσχημα που να επικαλείται κάποιο δικαίωμά του για να παρέμβει σε μια κατάσταση. Ένα στραβοπάτημα μπορεί να επιφέρει το όνειδος που το συνοδεύει η πλήρης απαξίωση από τους άλλους άρχοντες, την οποία την ξεπλένει κάποιες φορές μόνο η αυτοκτονία.
Στις ελληνόφωνες περιοχές, η ιδέα των «ευγενών» δεν ευδοκίμησε ποτέ. Δεν υπήρξαν κόμητες και βαρώνοι και λόρδοι. Κληρονομεί κανείς την περιουσία των γονιών του, τη φήμη τους, αλλά δεν είναι προστατευμένα διά νόμου. Τα αξιώματα απονέμονται και δεν κληροδοτούνται. Η μόρφωση είναι διαχρονικά το ίδιο ισχυρός παράγοντας για να αποκτήσει κανείς αξιώματα, όσο ο πλούτος ή οι γνωριμίες. Αποτελεί ένδειξη πως κάποιος θα ανταπεξέλθει σε διαχειριστικές υποχρεώσεις και συνοδεύεται από κοινωνική καταξίωση.
Η καθημερινή ζωή στην Ιαπωνία του παρελθόντος χαρακτηριζόταν από θαυμαστές για την απλότητα και πρακτικότητά τους λεπτομέρειες. Συνδύαζε τη λιτότητα και την εκλέπτυνση, με τους τοίχους από ρυζόχαρτο, το λακαρισμένο ξύλο που δίνει ακόμη και πανοπλίες και φυσικά την περίφημη κατάνα. Και στον τομέα των χόμπι, γέννησε ορισμένα από τα πιο εντυπωσιακά, όπως η καλλιγραφία, το οριγκάμι και η ανθοδετική, όλα τους καθορισμένα από πλήθος κανόνων και θεωρούμενα άξια θαυμασμού.
Στην Ελλάδα, από την άλλη, η τεχνολογία έδωσε εντυπωσιακά αποτελέσματα, ακόμη και αιώνες μετά τη σύλληψη του αντίστοιχου επιστημονικού κανόνα, για παράδειγμα όταν το Βυζάντιο εφάρμοσε τις ιδέες των επιστημόνων της ελληνιστικής εποχής, στην αρχιτεκτονική, στις πολεμικές μηχανές ή και για καθαρά αισθητικά αποτελέσματα, όπως τα ατμοκίνητα αυτόματα του αυτοκρατορικού παλατιού. Η ύπαρξη ισχυρής κεντρικής εξουσίας επέτρεψε τη συντήρηση οδικού δικτύου, υδραγωγείων και άλλων έργων κοινής ωφέλειας, αλλά αυτό δεν είναι μοναδικό. Οι πρωτοφανείς ιδέες που εμείς έχουμε μάθει να τις θεωρούμε τέκνο των δυο τελευταίων αιώνων. Είναι οι θεσμοί διακυβέρνησης και διαχείρισης, όπως το τελωνείο και το οργανωμένο δικαστικό σύστημα. Και τα ιδρύματα, όπως το ορφανοτροφείο και η δωρεάν κλινική.
Θα μπορούσα να αντιπαραβάλω ένα σωρό πράγματα ακόμη, τις μουσικές των δυο λαών, το υγρό πυρ και τις συζύγους των σαμουράι που εκπαιδεύονταν σε όπλα φτιαγμένα ειδικά για γυναίκες, αλλά αυτό που θέλω να πω είναι πολύ απλό. Η μεσαιωνική Ελλάδα κι η φεουδαρχική Ιαπωνία έχουν στοιχεία που με τα σύγχρονα μέτρα είναι ενδιαφέροντα ή πρωτότυπα και μπορούμε να τα τοποθετήσουμε αυτούσια μέσα σε ένα λογοτέχνημα του φανταστικού.
Από την άλλη, αν πάμε στο φάνταζυ όπως το ξέρουμε, οι πραγματικοί πατέρες του είναι ο Τόλκιεν, ο Έντισον (αυτός με τον Ουροβόρο Όφι) και ο Βάγκνερ (αυτός με τις όπερες), δυτικοευρωπαίοι που θέλησαν να ξαναζωντανέψουν τις παραδόσεις των τόπων τους, κελτικές και γερμανικές (με την ευρεία έννοια), ή ακόμη και να μιμηθούν σε δομή και γραφή τα έπη των προγόνων τους, τα σάγκα. Σαν τον Σκοτ, βέβαια, τον συγγραφέα του Ιβανόη, δε μπορούν να μιλήσουν για τον πραγματικό δυτικοευρωπαϊκό μεσαίωνα. Προσεγγίζουν μια εξιδανικευμένη βικτωριανή εκδοχή του, στην οποία τα ιδανικά είναι υψηλότερα απ’ ότι υπήρξαν πραγματικά, η σκέψη βαθύτερη, η υγιεινή καλύτερη και η κλίμακα μεγαλύτερη. Τα κάστρα που χτίστηκαν πριν την Αναγέννηση είναι μάλλον μικρά και άσχημα, οι μάχες που έκριναν τον κόσμο ούτε κατά διάνοια επικές, υπόθεση ελάχιστων χιλιάδων ατόμων. Η δυτική Ευρώπη ήταν ένα μάλλον άχρωμο και ανιαρό μέρος πριν τις σταυροφορίες. Κι ακόμη και τότε, είχε πολλά χαρακτηριστικά που δε θα ενθουσίαζαν έναν σύγχρονο αναγνώστη.
Αλλά εγώ δεν είμαι εδώ για να πω πόσο καλύτερο είναι το παρελθόν των δικών μου προγόνων κι οι μύθοι τους. Μου φαίνεται προφανές πως οι παραστάσεις αυτές θα πρέπει να ταιριάζουν καλύτερα με την ιδιοσυγκρασία όσων βρισκόμαστε εδώ μέσα, να μας εμπνέουν πολύ περισσότερες ιδέες απ’ ότι οι Βίκινγκς ή οι ιππότες και να μας αγγίζουν περισσότερο σαν αναγνώστες τα βιβλία που γεννήθηκαν από αυτές. Να πούμε και του στραβού το δίκιο, πώς να συγκριθεί το αγγλοσαξωνικής ατμόσφαιρας βιβλίο ενός Έλληνα με εκείνο που θα γράψει ένας αληθινός αγγλοσάξωνας, ο οποίος διαποτίστηκε από τα παιδικά του χρόνια με τον αντίστοιχο πολιτισμό, τη νοοτροπία και τις εικόνες;
Μα ούτε κι εδώ θα επιμείνω.
Η διεθνής αγορά του φανταστικού μιλάει από μόνη της. Οι μιμήσεις των πρωτεργατών έχουν φέρει τον κορεσμό, θολές αντανακλάσεις ενός πράγματος που ήδη ήταν αντανάκλαση. Πόσες παραλλαγές να χωρέσουν πια πριν έρθει ο κορεσμός, ειδικά όταν δεν έχουν συνέπεια και ρεαλισμό; Συχνά το αποτέλεσμα ήταν γελοίο, γιατί οι νεότεροι συγγραφείς ήταν ανιστόρητοι, ενώ ο Τόλκιεν και οι άλλοι ήξεραν πολλοί καλά τι μεγαλοποιούσαν, τι απέκρυπταν και τι αντικαθιστούσαν και για ποιο λόγο τα έκαναν αυτά. Ακολούθησε η εποχή της αμφισβήτησης των προτύπων, ακόμα και της αντιστροφής τους, οι αντιήρωες και ο μεταμοντερνισμός. Κι αυτή πνέει τα λοίσθια πια. Τώρα πια έχουμε χώρο μόνο να ανανεώσουμε τα πρότυπα ή να τα αντικαταστήσουμε με καινούρια.
Η τρέχουσα μόδα λέει πως μόνο τρεις δρόμοι υπάρχουν για να σταθεί ένα καινούριο βιβλίο στο φάνταζυ. Πρώτο, να προσεγγίσει την ιστορική πραγματικότητα όσο το δυνατόν περισσότερο και να πατήσει πάνω στα δύσκολα σημεία, αντί να τα αποφύγει, μετατρέποντας τα σε δυνατά σημεία αντί για αδυναμίες. Παράδειγμα, το «Τραγούδι της Φωτιάς και του Πάγου» του Μάρτιν. Δεύτερη επιλογή, η απαγκίστρωση από κάθε ομοιότητα με συγκεκριμένη ιστορική περίοδο ή τόπο, χωρίς απαγκίστρωση από τη συνέπεια. Επιτυχημένος εκπρόσωπος αυτής της τάσης, ο Έρικσον. Τρίτος δρόμος, η εκμετάλλευση χρονικών περιόδων άλλων από τον μεσαίωνα ή μακρινών πολιτισμών, ένας πραγματικός θησαυρός που το φάνταζυ αγνοούσε κοντόφθαλμα ως τώρα. Παράδειγμα η Λίαν Χερν και οι Οτόρι.
Οι Γάλλοι και οι διάφοροι σλαβικοί λαοί φαίνεται πως τρέχουν να προλάβουν αυτήν την τελευταία τάση. Γράφουν φάνταζυ στις δικές τους γλώσσες, με τοπικό χρώμα. Στην Ελλάδα δεν έχουμε κάνει ιδιαίτερα βήματα προς αυτή την κατεύθυνση. Δεν έχουμε καν κατορθώσει να βρούμε έναν ελληνικό όρο για το φάνταζυ, ενώ το Horror και το Science Fiction έχουν αποδοθεί ως Τρόμος και Επιστημονική Φαντασία εδώ και δεκαετίες. Δεν ξέρουμε καν αν θέλουμε να λέμε «το» φάνταζυ ή «η» φάνταζυ. Τη στιγμή που η ύστερη αρχαιότητα και ο πρώιμος μεσαίωνας στην ανατολική μεσόγειο εμπνέουν τον R. Scott Bakker για το Prince of Nothing, ενώ οι Μύριοι του Ξενοφώντα τον Paul Kearney.
Για να επιστρέψουμε στο δίπτυχο Ελλάδα-Ιαπωνία, ο πολιτισμός της Ιαπωνίας είναι από τα κύρια εξαγώγιμα προϊόντα της, το ίδιο κερδοφόρο όπως και οι ηλεκτρικές συσκευές. Ταινίες, κόμικς, παιχνίδια. Βιβλία λιγότερο, αλλά οι διεθνείς επιτυχίες του Μουρακάμι και της Γιόκο Ογκάουα ίσως είναι μόνο η αρχή. Όπου εντοπίζουμε κάτι ποιοτικό, δε συνηθίζουμε να ψάχνουμε και γύρω του; Και γενικότερα πάει καλά στο εξωτερικό η Ιαπωνία, όχι μόνο στην τέχνη, αλλά και την κουζίνα ή τη γλώσσα. Πού οφείλεται αυτό το φαινόμενο; Ας συγκρίνουμε με την Κίνα που βρίσκεται στην ίδια γειτονιά του πλανήτη και πολλοί Έλληνες δεν την ξεχωρίζουν από την Ιαπωνία. Η Κίνα έχει ακόμη αρχαιότερο πολιτισμό από την Ιαπωνία, είναι το ίδιο εξωτική, διαθέτει παραγωγικότατη βιομηχανία του θεάματος κι ένα δισεκατομμύριο ανθρώπους που μπορούν να τη διαφημίσουν. Αλλά παγκοσμίως οι κινεζόφιλοι είναι ελάχιστοι σε σχέση με τους ιαπωνόφιλους.
Η δική μου ερμηνεία είναι πως η ιαπωνική αφηγηματική τέχνη – είτε μιλάμε για βιβλία, είτε για κόμικς, είτε για ταινίες, είτε για παιχνίδια στον υπολογιστή – είναι ένας συνεχής διάλογος ανάμεσα στο ντόπιο και το ξένο. Άλλες φορές εξαντλεί λεπτομερειακά τη λαογραφία, άλλες φορές βάζει το εγχώριο σπαθί να μονομαχεί με το εισαγόμενο τουφέκι, άλλες πάλι ντύνει τους πρωταγωνιστές του με την τελευταία λέξη της αμερικάνικης μόδας και τους απεικονίζει ίδιους οπτικά ενώ άλλοι είναι Ιάπωνες και μερικοί Γερμανοί. Η γιαπωνέζικη τέχνη δοκιμάζει αμέσως κάθε νέα φόρμα που ανακαλύπτει στο εξωτερικό, την ανακατεύει με τις παραδοσιακές ή την ενσωματώνει με τοπικό χρώμα, ακόμα και φολκλόρ. Το αποτέλεσμα είναι ένας αχταρμάς με χίλια πρόσωπα, αλλά υπάρχει και μια σταθερά. Πότε με ξενομανία και πότε με ξενοφοβία, ο ιαπωνικός πολιτισμός έχει σαν βασικό θέμα τον εαυτό του. Ασχολείται ξανά και ξανά με τη θέση του μέσα στον κόσμο και δίπλα στους άλλους πολιτισμούς. Κι έτσι βρίσκει πάντα κάτι να πει, σε Ιάπωνες και σε ανθρώπους άλλων λαών.
Σας ευχαριστώ για την υπομονή σας.