Δευτέρα 15 Σεπτεμβρίου 2014

[Κριτική] Τα Χρονικά του Δρακοφοίνικα - Αδάμαστος

Ξεκινάω τη νέα σαιζόν με μια διαφορετική κριτική. Όχι ελληνικού βιβλίου φάνταζυ, αλλά ελληνικής ταινίας. Πέρσι, ο Αδάμαστος έκανε φεστιβαλική πρεμιέρα με αβέβαιο μέλλον. Αφού στο μεταξύ παίχτηκε με επιτυχία στον κινηματογράφο σε Αθήνα και επαρχία και μάζεψε μερικά βραβεία για ανεξάρτητες παραγωγές, σήμερα κυκλοφορεί σε dvd προς ενοικίαση, Σύντομα θα ακολουθήσει η διάθεση προς πώληση. Επ’ ευκαιρίας, επικαιροποιώ την κριτική που είχε γράψει για την πρεμιέρα και σας παρουσιάζω την ταινία:



Στην εποχή του σκότους, της κυριαρχία της αυτοκρατορίας του Δρακοφοίνικα, ο Ντράγκαρ είναι μονομάχος, σκλάβος που ζει αλυσοδεμένος όταν δεν σκοτώνει άλλους μονομάχους για την διασκέδαση των πλουσίων. Όταν η κακομαθημένη κόρη του στρατηγού Ακιλόνιου, η όμορφη Βαλέρια τον ζητήσει ως δώρο γενεθλίων, ο Dragar θα βρει την ευκαιρία να αποδράσει παίρνοντας ως όμηρο την Βαλέρια. Έτσι θα ξεκινήσει μια φονική καταδίωξη, που θα αλλάξει τους ρόλους, ενώ οι ήρωες θα έχουν να αντιμετωπίσουν ισχυρούς αντιπάλους που έχουν περάσει στη πλευρά του σκότους.

Η ταινία διαδραματίζεται στον κόσμο του Ελέμπρος, όπως και το επιτυχημένο κόμικ του Γιάννη Ρουμπούλια "Τα Χρονικά του Δρακοφοίνικα". Η ιστορία εκτυλίσσεται 200 χρόνια μετά το κόμικ και αφηγείται την ιστορία ενός πολεμιστή που τον υποδύεται ο ίδιος ο Ρουμπούλιας.


Ιδού και το τρέιλερ:




Είδα την ταινία στην πρεμιέρα. Βρίσκεται σχεδόν στο άνω όριο αυτών που μπορούσαν να επιτύχουν με τα διαθέσιμα μέσα. Φυσικά και δε συγκρίνεται με τον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών. Αλλά είναι καλύτερη από πολλές ανεξάρτητες/β’ διαλογής ταινίες φαντασίας που εμφανίζονται στις ΗΠΑ απευθείας στην τηλεόραση ή σε dvd δίχως να περάσουν από τον κινηματογράφο. Απέφυγε τις λούμπες της προχειρότητας, της φτήνιας και της κακογουστιάς που χαρακτήριζαν τις αμέτρητες απομιμήσεις του Κόναν που βγήκαν σωρηδόν τη δεκαετία του ’80, ακόμα κι εκείνες που έγιναν επιτυχίες στη χώρα μας. Δε βρίσκω τον Αδάμαστο κατώτερο σε μέσο όρο από το Κακό (το πρώτο) που δικαίως, κατά τη γνώμη μου, βρήκε κινηματογραφική διανομή στο εσωτερικό και κυκλοφορία σε dvd στο εξωτερικό.

Τώρα, λεπτομερώς για κάθε τομέα:

Πλοκή: η βασικότερη του sword-and-sorcery. Διάφοροι άντρες κυνηγιούνται και σκοτώνονται μεταξύ τους με σπαθιά, ώσπου πέφτουν πάνω σ’ ένα μάγο που θέλει να κατακτήσει/καταστρέψει τον κόσμο. Αναγκάζονται να συνεργαστούν για να τον σταματήσουν και στην πορεία πεθαίνουν όσοι περίσσευαν (οι κακοί της αρχικής σύγκρουσης)

Χαρακτήρες: Τρεις κεντρικοί, ο λιγομίλητος και σκληρός βάρβαρος Ντράγκαρ που προσπαθεί να φτάσει στην πατρίδα του (ο Αδάμαστος του τίτλου), ο κυνικός μισθοφόρος Φάλκο και η κακομαθημένη αρχοντοπούλα Βαλέρια. Οι δυο πρώτοι είναι «στατικοί», δηλαδή δεν εξελίσσονται τόσο εντός της ταινίας, αλλά οι αποφάσεις τους κινούν την πλοκή. Η Βαλέρια αντι-δρα στα γεγονότα και μετατρέπεται σταδιακά σε δυναμική γυναίκα ικανή να ασκήσει την εξουσία που της δίνει η κοινωνική της θέση.

Για τον Ντράγκαρ θα ήθελα να πω ότι δεν μου θύμισε καθόλου τον Κόναν (καλό αυτό). Πιο πολύ στους ήρωες των σπαγγέτι γουέστερν νομίζω ότι παρέπεμπε, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν τελικά τις ικανότητές τους με καταλυτικό τρόπο υπέρ των αμάχων, ενώ ισχυρίζονταν σε όλη την ταινία πως είναι παρτάκηδες.

Υπάρχουν αρκετοί δευτερεύοντες χαρακτήρες (ο κακός μάγος, ο πατέρας κι ο αδελφός της Βαλέρια, η γυναίκα του Ντράγκαρ, ο comic-relief έμπορος) οι οποίοι έχουν σαφώς καθορισμένους ρόλους και χρώμα. Ο καθένας είναι απαραίτητος με τον τρόπο του.

Οι τρίτοι χαρακτήρες είναι πολυάριθμοι (μισθοφόροι και βάρβαροι, κυρίως) και έχουν ελάχιστο σκηνικό χρόνο στη διάθεσή τους, οπότε ο θεατής δυσκολεύεται να ξεχωρίσει τους περισσότερους.

Ερμηνείες: Κάποιοι από τους ηθοποιούς είναι επαγγελματίες κι αυτό φαίνεται στη φυσικότητα (μεγαλύτερη για κάποιους όπως ο Φλάβιος) με την οποία εκφέρουν ακόμα και ατάκες που δεν ήταν τόσο πετυχημένες ή φυσικές. Πολύ καλά τα πήγαν και οι τρεις ερασιτέχνες που έχουν κάποια εμπειρία από ταινίες (Κερμίτσης, Καπλανίδης, Ρουμπούλιας). Οι δυο πρώτοι είναι χαρισματικοί, αλλά την παράσταση την κλέβει ο τρίτος. Θεωρώ πως η φωνή του δεν είναι αρκετά τραχιά για το ρόλο του Ντράγκαρ, αλλά οι εκφράσεις και οι κινήσεις του είναι τόσο επιτυχημένες που καλύπτουν κάθε κενό με το παραπάνω.

Σκηνοθεσία/φωτογραφία/μοντάζ: Ο Κερμίτσης έχει δείξει και σε προηγούμενες δουλειές πως είναι ένα κλικ παραπάνω από τον φοιτητή που βρήκε μια κάμερα και κάνει χαβαλέ με τους φίλους του. Καδράρει σωστά και εφευρετικά, τολμάει να γυρίσει σε εξωτερικούς χώρους με φυσικό φως (οι σινεφίλ ίσως θυμούνται πόσο μεγάλο κατόρθωμα είχε χαρακτηριστεί πριν κάποια χρόνια η ταινία «Τα ρόδινα ακρογιάλια» ακριβώς για τον ίδιο λόγο) και σπανίως βγαίνει αφύσικη η εικόνα. Στήνει μάλιστα και μια νυχτερινή σκηνή στην οποία δεν είναι ούτε τόσο σκοτεινά που να μη βλέπεις τίποτα, ούτε τόσο φωτεινά που να συμπεράνεις αμέσως ότι είναι ντάλα μεσημέρι με φίλτρο. Ξέρει πως φάνταζυ δεν είναι απαραίτητα καβαλάρηδες με γούνινα σώβρακα να περνάνε μπρος από την κάμερα ανεμίζοντας σπαθιά. Ξέρει ποιες είναι οι σκηνές δραματικού βάρους κι ότι αυτές πρέπει να τις χειριστεί με φειδώ και ακρίβεια.

Εκεί που χάνει είναι στις μεταβάσεις από σκηνή σε σκηνή (υπερβολικά κοφτές, σχεδόν ασύνδετες), καθώς και στις σκηνές δράσης. Αυτές οι τελευταίες έχουν δικές τους απαιτήσεις και χρονισμό, στον οποίο ο Αδάμαστος υστερεί, πότε κάπως αργός στο να πάει από μια οπτική γωνία σε άλλη, πότε βιαστικός σε μεμονωμένα πλάνα που δεν προλαβαίνει ο θεατής να τα δει καλά-καλά. Δεν είναι ακριβώς κακό το αποτέλεσμα, αλλά ίσως το μοντάζ είναι η όψη στην οποία η ταινία απέχει πιο πολύ από το επίπεδο μια περιπετειώδους μεγάλης παραγωγής.



Σκηνικά: Πέρα από την πρόσοψη ενός αρχοντικού κι ένα λουτρό στην αρχή (και τα δυο δείχνουν σωστά, όχι αναχρονιστικά), η υπόλοιπη ταινία διαδραματίζεται στην ύπαιθρο. Τα τοπία είναι προσεκτικά επιλεγμένα και δημιουργούν την αίσθηση βουνών με πυκνά δάση, παρότι βρίσκονται σε Αττική/Βοιωτία/Φωκίδα. Ρησπέκτ. Μια σπηλιά που εμφανίζεται είναι επίσης όπως ακριβώς πρέπει. Μόνη παραφωνία ένα εξωτερικό της σπηλιάς που μου φάνηκε ψηφιακά (και άτεχνα) επεξεργασμένο.

Ενδυματολογία: Ορισμένα κοστούμια είναι του βάθους, αλλά τα περισσότερα του ύψους, είτε μιλάμε για φορέματα/χιτώνες, είτε για κεντητές αντρικές φορεσιές, είτε για αρματωσιές και όπλα. Το αποτέλεσμα, βέβαια, απέχει από τον αρχικό σχεδιασμό κατά περίπτωση, αλλά για να τον άγγιζε θα χρειαζόταν όλα τα χρήματα της παραγωγής (10.000 όλα κι όλα, ε;) να ξοδευτούν εκεί. Δεδομένου πως τα περισσότερα κοστούμια και αντικείμενα ήταν δανεικά/δωρεές, μια χαρά είναι το αποτέλεσμα. Αν έχω κάποιο παράπονο, είναι πως κάποια κομμάτια εξοπλισμού δεν ανήκουν απ’ όσο νομίζω στο ίδιο τεχνολογικό επίπεδο και δε θα έπρεπε να εμφανίζονται μαζί (δεν εννοώ το steampunk τουφέκι που κλέβει την παράσταση, αλλά πρωτομεσαιωνικά και αναγεννησιακά κομμάτια πανοπλίας ανάμεικτα). Επίσης, η κουκούλα και το τελετουργικό μαχαίρι του μοχθηρού Φούλγκριμ μου φάνηκαν κακοφτιαγμένα, ενώ ένα κοστούμι μου φάνηκε απόλυτη αποτυχία σαν σύνολο (της Ιλσαρέλ, το οποίο θα το χαρακτήριζα «γκοθού που ράβεται μόνη της»).



Εφέ: Η μαγεία απεικονίζεται με κάποιες μικρές ψηφιακές πινελιές που δε δείχνουν καθόλου ψεύτικες. Υπάρχουν επίσης κάποιοι ακρωτηριασμοί, οι οποίοι είναι πάντα χεριού (οι πιο εύκολοι να κατασκευαστούν), με μέτρια επιτυχία. Και για φινάλε ένα τέρας «παλιομοδίτικο», δηλαδή μάσκες και άλλα προσθετικά, όχι γραφικά σε υπολογιστή, πολύ πιο ειλικρινές και ταιριαστό με την υφή της υπόλοιπης ταινίας απ’ ότι θα ήταν κάτι ψηφιακό. Δεν προκαλεί άθελά του το γέλιο, ούτε σε κάνει να θυμηθείς πως βλέπεις ταινία και να χάσεις το φήλινγκ.

Μακιγιάζ: Άξιο αναφοράς, με εξαιρετικό αποτέλεσμα. Πάλι έχω ένσταση για την Ιλσαρέλ, που το μακιγιάζ της μου φάνηκε υπερβολικό και να την αδικεί (ως χαρακτήρα και ως ηθοποιό). Δημιουργούνται βέβαια κάποιες πρακτικές απορίες (Γιατί ο Ντράγκαρ κυκλοφορεί με φούμο γύρω από τα μάτια λες και είναι ρακούν; Πού βρίσκει καλλυντικά η γυναίκα του στον παγωμένο και βάρβαρο Βορρά;), αλλά νομίζω μεγαλύτερο πρόβλημα είναι η έλλειψη εξέλιξης στην εμφάνιση των χαρακτήρων. Φυσικά δεν μπορούσαν να σκίσουν τα δανεικά κοστούμια ή να στραβώσουν και να λερώσουν τις δανεικές πανοπλίες (κάποια όπλα ευτυχώς φαίνονταν αρκετά χρησιμοποιημένα και φθαρμένα), ούτε και είναι εύκολο να έχεις συνέπεια πλάνο προς πλάνο σε μια ταινία που πήρε δυο χρόνια να γυριστεί. Πιο εύκολο είναι να λάμπουν φρεσκολουσμένα τα μαλλιά σε όλες τις σκηνές παρά να είναι όλο και πιο ιδρωμένα από σκηνή σε σκηνή. Το αναφέρω, όμως, γιατί η ταινία κατόρθωσε να βρει το δρόμο της στους κινηματογράφους και τα dvd και πλέον οφείλουμε να τη συγκρίνουμε με τις άλλες, χωρίς να λαμβάνουμε υπόψη τις ιδιαιτερότητες της παραγωγής της.

Χορογραφίες μαχών: Το ελληνικό παράρτημα της ARMA (όμιλος που ασχολείται με τη μεσαιωνική και αναγεννησιακή οπλομαχία) σχεδίασε τις σκηνές δράσης και μέλη ανέλαβαν κάποιους από του πιο μικρούς και απαιτητικούς σε μαχητικές ικανότητες ρόλους. Οι άνθρωποι ξέρουν τι κάνουν και τους αξίζουν συγχαρητήρια για όσα προσέφεραν στην ταινία. Εκεί που δεν μπορούσαν να βοηθήσουν ήταν στο κινηματογραφικό σκέλος. Όπως εξηγούν δυο εκπαιδευτές της ARMA στο βιβλίο που έχουν γράψει, προπονούνται σε τεχνικές με τις οποίες νικάει κάποιος, όχι σε τεχνικές που να τον δείχνουν να νικά εντυπωσιακά (η δουλειά του επαγγελματία χορογράφου μαχών για ταινίες είναι κάτι τελείως διαφορετικό). Επίσης, δε νομίζω τα παιδιά της ARMA να είχαν πολλά να πουν για την αναμέτρηση με τους τεαρατώδεις Shadow Walkers, μιας κι αυτοί χρησιμοποιούσαν νύχια αντί για όπλα. Το αποτέλεσμα είναι ότι η συγκεκριμένη μάχη χωλαίνει σαφώς σε σχέση με όλες τις άλλες (οι Shadow Walkers έκαναν σπαστικές κινήσεις και έμοιαζαν με ακόμα πιο αποτυχημένη εκδοχή των αποτυχημένων Αθάνατων από το 300, γενικά κακή ιδέα).



Μουσική: Έχω επιφυλάξεις για κάποια σύντομα σημεία που αποτελούν φόρο τιμής στο κλασικό soundtrack του Κόναν. Κατά τα άλλα, είναι πραγματικά επική η μουσική και μου έμεινε στο μυαλό πολύ περισσότερο από εκείνες κάποιων υπερπαραγωγών που ακολουθούν την πεπατημένη με τα ουδέτερα βιολιά, το τετριμμένο ταν-ταν ταν-ταν στις σκηνές αγωνίας κτλ. κτλ. κτλ. Έχει κι ένα πολυφωνικό τραγούδι δίχως μουσική που θυμίζει κάπως το τραγούδι των νάνων στο Χόμπιτ. Η εκτέλεσή του είναι αξιοπρεπέστατη από τα παιδιά (όλοι ερασιτέχνες), οι στίχοι πραγματικά εντυπωσιακοί και το αποτέλεσμα δημιουργεί την απαραίτητη ανατριχίλα στο σωστό σημείο της ταινίας. Η μουσική είναι από τα πολύ θετικά σημεία του όλου εγχειρήματος

Σενάριο: Μπορεί να είμαι άδικος που αφήνω το πιο αδύναμο σημείο για το τέλος, μπορεί να ρίχνω πολύ βάρος εδώ γιατί είμαι συγγραφέας ο ίδιος. Αλλά θέλω να το τονίσω γιατί εδώ οι συντελεστές δεν έχουν καμιά δικαιολογία. Δε θα κόστιζε απολύτως τίποτα να βελτιώσουν το σενάριο, δε χρειαζόταν καν κόπος. Υπάρχει πολύς κόσμος που θα τους βοηθούσε χωρίς καμία απαίτηση. Τόσος κόσμος που δε θα δυσκολεύονταν να βρουν και να διαλέξουν κάποιον με τον οποίο να συνεργάζονται καλά και να μη φοβούνται πως θα αλλοίωνε το όραμά τους.

Δεν έχω θέμα με την εντελώς κλισαρισμένη πλοκή. Δεν μπορείς να είσαι πρωτοπόρος σε όλους τους τομείς ταυτόχρονα, κάπου πρέπει να πατήσεις για να κάνεις το άλμα σου. Καταπίνω και τα προκάτ ονόματα. Επίσης, το καταλαβαίνω πως κάποια πράγματα δεν μπορείς να τα γυρίσεις με φραγκοδίφραγκα κι αναγκαστικά τα αφήνεις έξω από το σενάριό σου, όσο κι αν ταιριάζουν με την ιστορία που λες. Εντάξει ως εδώ.

Αλλά οι διάλογοι είναι προβληματικοί, οι ατάκες συχνά ακούγονται ξύλινες και/ή ανούσιες. Αν δεν τις γέμιζαν με την παρουσία τους οι ηθοποιοί, η ταινία θα μου είχε κάνει πολύ χειρότερη εντύπωση. Και πάλι, οι ηθοποιοί δεν μπορούν να κάνουν θαύματα. Ας πούμε, η εξέλιξη της Βαλέρια δεν πείθει, γιατί δεν υπάρχει το υλικό να τη στηρίξει.

Ναι, είχε σημεία που το κοινό γέλασε ή χειροκρότησε στην πρεμιέρα κι άλλα (ειδικά με τον Ντράγκαρ) στα οποία η σιωπή λειτούργησε καλύτερα από οποιαδήποτε φράση κι αν έβαζαν στη θέση της. Αλλά υπάρχουν προβλήματα ρυθμού και το σύνολο βγαίνει πλαδαρό. Μετά την προβολή, οι συντελεστές παραδέχτηκαν πως η πλοκή έχει τρύπες γιατί κάποιες εξηγήσεις αναγκάστηκαν να τις κόψουν. Παρότι η ταινία κρατάει πάνω από δυο ώρες! Πιστεύω ακράδαντα πως ένα πιο σφιχτό σενάριο θα χωρούσε περισσότερα πράγματα σε λιγότερο χρόνο και θα είχε πιο έντονα και συνεχή συναισθήματα, με κορυφώσεις στα σωστά σημεία. Ειδικά το πρώτο ημίωρο είναι αμήχανο και αργό.

Επίσης, από τον κόσμο του Ελέμπρος, όπως κι αν είναι (έχω διαβάσει μόνο ένα τεύχος του κόμικ προς το παρόν) στην ταινία δεν πέρασε σχεδόν καθόλου χρώμα. Μόνο κάποιες αναφορές που έκλειναν το μάτι σε φίλους, γνωστούς και συμπαίχτες (ο Ελέμπρος ξεκίνησε ως υπόβαθρο σε παιχνίδι ρόλων, πριν ακόμα γίνει κόμικ), ήταν όμως ακατάληπτες για τους υπόλοιπους.

Ανακεφαλαίωση – υπάρχουν κάποια λίγα σημεία στα οποία θα μπορούσε να είχε γίνει καλύτερη δουλειά  με τα ίδια χρήματα και με τον ίδιο κόπο. Σε πολλά άλλα, μόνο το μεγάλο μεράκι του συνεργείου επέτρεψε να επιτευχθούν όσα επιτεύχθηκαν. Προσπάθησα να πω τη γνώμη μου όπως θα την έλεγα για μια οποιαδήποτε επαγγελματική ταινία. Καταλήγω πως είμαι υπερήφανος που έγινε μια τέτοια προσπάθεια στην άτολμη χώρα μας και δίνει παράδειγμα και σε άλλους δημιουργούς. Κι αν έχω άδικο και την υπερτιμώ, στην πρώτη κριτική μου ευχόμουν να δοθεί στον καθένα σας η ευκαιρία να κρίνει μόνος του. Με τις προβολές που έγιναν σε κινηματογράφους σε όλη τη χώρα και με την κυκλοφορία του dvd σήμερα, η ευχή μου πραγματοποιήθηκε. Είτε με εμπιστεύεστε, είτε είστε επιφυλακτικοί, δείτε την ταινία, κρίνετέ τη, πείτε την ειλικρινή γνώμη σας στους γνωστούς σας. Ο Αδάμαστος έφτασε ως εδώ με το σπαθί του (sic) κι αν το αξίζει, μ’ αυτό θα σας κερδίσει κι εσάς.