Παρασκευή 23 Οκτωβρίου 2009

Οι Περιφέρειες - Παράλου

Η Περιφέρεια Παράλου έχει κομβική θέση σε στεριά (φιλοξενεί σημαντικά περάσματα από τα βουνά που διχοτομούν την Οικεία Ανατολή, τις Χαλκές και τις Σιδηρές Πύλες) αλλά και στη θάλασσα, σαν σταθμός ανεφοδιασμού στα πλοία των Περατινών πριν συνεχίσουν προς τη Γη των Δηωτών και άλλα εξωτικά μέρη στα οποία εμπορεύονται. Ο μακρόχορνος συγχρωτισμός μαζί τους, έχει προσφέρει στην τοπική διάλεκτο πολλές λέξεις με ξενικό ήχο [Σημείωση: η "χειροδότηση" που αναφέρεται στο κείμενο είναι το αντίστοιχο του σταυροκοπήματος για την Πλάση]

Ο ψαράς κι η θυατέρα η μαρμάρινη

Τα παλιά τα χρόνια – σα να λέμε τόμου του Παπά ο Πλάτανος ήτο λιανός και μπόρουνε ένα γερό παλικάρι να τόνε αγκαλιάσει γύρω-τροΰρω – είχε κάμει μια μεγάλη φουρτούνα και πήανε σούμπιτα τα μισά καΐκια κι οι μισές βάρκες του χωριού. Ένας από τσου ψαράδες που πνιήκανε, χήρος ήτο, άφηκε πίσω τη μάνα του και το γιο του μονάχους.

Μπάλωνε η γριά δίχτυα, πήαινε το παιδί βοήθαγε σε αλλουνούς καραβοκυραίους, κάπως τήνε κουτσοβγάνανε. Έξοδα δεν κάνανε, μια παλιά βράκα χιλιομπαλωμένη φόραε το παιδί, μια φουστάνα μαύρη χιλιοτριμμένη η νόνα του, και τσου γελάανε οι ανέμυαλοι. Α μα με τα πολλά μαζώξανε δυο φούχτες χάλκινα και κάμανε καινούρια βάρκα, να τη δουλεύει το παλικάρι ατό του.

Αγαντάρει μια μέρα, μήτε σπάρος στα δίχτυα. Αγαντάρει δεύτερη, μήτε γόπα. Ένα φεγγάρι πέρασε, καθημερνώς με το κοφίνι αδειανό και μουσκλωμένος γύρναε στη νόνα του. Α δεν ήτανε τα αρμυρίκια και τα λάχανα που μάζευε η γριά κι έβραζε, νηστικοί θα μένανε. Το αρμάρι τους αδειανό, μέρμηγκας στο σπίτι τους ψόφαε από την πείνα. Ψιχί δε βρισκότανε.

Ώσπου σκάθηκε την ψυχή του το παιδί και είπε τση γριάς:

«Νόνα, α δώσει και γυρίσω και σήμερα με αδειανά χέρια, πα να πει δε μας θέλει η θάλασσα. Αμώνω να τη δώσω τη βάρκα κοψοχρονίς και θα πάρουμε των ομματιών μας να πάμε σ’ ένα καμπίσο μέρος».

«Αφού είπες τέτοιο λόο, παιδί μου, δεν έχει τώρα να κάμεις πίσω», τον ορμήνεψε η γριά. «Διάβε με την ευκή μου κι ό,τι θέλει ας δώσει η κυρα-Θάλασσα».

Αγάνταρε πάλι, αμολάει τα δίχτυα του, πιάνει να τα τραβήξει σαν πέρασε η ώρα, ολότελα αδειανά. Δεύτερη φορά, τα όμοια. Τρίτη; Δε σκωνόντανε από το βάρος! Λες, βάνει με το νου του, να φισκάρανε τόσο πια; Δίνει, τραβάει, ιδρώνει, βάνει αντιστύλι το ποδάρι του, κάτι κατάφερε. Γλέπει και προβάνει ένα κουβάρι φύκια. Πήρε καρδιά, βάνει κι άλλο δύναμη, τραβάει δυο οργιές ακόμα. Τι να δει; Ψάρι μήτε για δείγμα, μονάχα μια θυατέρα μαρμαρένια. Είπε να την αφήσει να πάει πάλι κάτου σούμπιτη, να λασκάρει η μέση του. Έλα που άλλο πράμα δεν είχε πιασμένο, θα γύρναε πίσω με το κοφίνι αδειανό κι ήπρεπε να κρατήσει τον όρκο. Άιντε, λέει, ένα φεγγάρι με καταφρονάει η θάλασσα και δεν τη μούτζωσα. Α έχει να μου δώσει μια τύχη, ετούτη είναι, μ’ αρέσει-δε μ’ αρέσει.

Λες κι αλάφρυνε η πέτρα όπως το ‘βαλε με το νου του να τη βαστήσει, βγήκε η θυατέρα στον αφρό και τη φόρτωσε και δεν έκατσε η βάρκα, είχε και τζόγο. Πιάνει στεριά, δένει, ζαλιγκώνεται το μάρμαρο και λάου-λάου για το χωριό. Το και το, λέει στη νόνα του άμα έφτασε σπίτι του.

«Βάλ’ την ευτού στην άκρη στη ‘στιά κι αύριο γλέπουνε τι θα ξημερώσει, α θα τη δώκουμε πουθενά», είπε η γριά.

Σκωθήκανε αχάραα καθώς το ‘χανε συνήθειο και βρίσκουνε το σπίτι λαμπίκο. Η αυλή ασπρισμένη, το κακάβι χόχλαζε στη φωτιά και μοσκοβόλαε ο τόπος. Η θυατέρα η μαρμαρένια άφαντη. Μια ζωντανή είχε πιάσει το φρόκαλο και πάστρευε, μια έμορφη που την ήγλεπες και αλάλιαζες – ούτε η Γλυκερία του φούρναρη, σα να λέμε.

«Καλημέρα νόνα, καλημέρα άντρα», τσοι καλοδέχτηκε.

Τρίβανε τα μάτια τους.

«Πού βρεθήκανε τόσα πράματα;»

«Η προίκα μου», αποκρίθηκε.

Τι να τα πολυλοούμε, ως τ’ απόγεμα είπανε το γάμο στον κόσμο, ως την άλλη μέρα τόνε κάμανε με παπά. Κρυφά από τη γριά, η γυναικά έπιασε τον άντρα και του ‘πε, έτσι κι απλώσει χέρι απάνω της και δεν έχει ένας χρόνος περασμένος και μια μέρα ακόμα, πάει. Τη χάνει και θέλει να τη γυρέψει σε γιαλό και σε κάμπο και στου βουνού τη ράχη για να την ξανάβρει.

Πέρνα ο καιρός, οι γλωσσούδες είχανε και λέανε που δεν έπιανε παιδί η νύφη – τι; λες να μην είχενε κουτσομπόλες στο χωριό τότενες; – μα περνάανε ζωή χαρισάμενη οι τρεις τους. Προκομμένη η κοπέλα, όλα στο σπίτι ήτονε στην τρίχα, τη γριά δεν την άφηνε να σκώνεται από την καθίκλα της, νερό με το μπικιόνι τση πήαινε στο χέρι. Προλάβαινε να μπαλώνει και τα δίχτυα, που από κείνη τη μέρα όλο βαριά βγαίνανε, τόσο που φίσκαρε το κοφίνι καθημερνώς, πήρε και δεύτερο το παιδί, και πάλι περσεύανε ψάρια και τα ‘ριχτε πίσω στο νερό. Κι απ’ την καλή οικονομία που ‘κανε η νύφη, μαέρευε όλο από την προίκα που ‘χε στα αρμάρια και στην αγορά πάαινε μια στο τόσο μονάχα. Όλα καλά. Μήτε η γριά δεν τόλμαε να γκρινιάξει, που δεν είχε αγγόνι να βγάλει το όνομα του αντρός της.

Σαν πέρασε ο χρόνος κι η μέρα, κι έφτασε η ώρα να πέσουνε αντάμα στο κρεβάτι που είχε ξομείνει με τα νυφιάτικα τα στρωσίδια, τήνε πήρε από το χέρι το παιδί να τήνε πάει. Και μόλις γκιούξανε τα δαχτύλια τους, μπουφ! Αμπούρα γίνηκε η νύφη και χάθηκε. Πιάνει να ψάξει το παιδί, δεν τη βρίσκει πουθενά στο χωριό. Τα βαλε κάτου, ρώτησε και τον παπά και βρήκε πως είχενε κάμει λάθος οι καψεροί. Ήτο δίσεχτος ο χρόνος και ήθελε κι άλλη μιαν ημέρα αποπάνου για να περάσει!

Η γριά βάραγε τα στήθια της κι έβγαλε το μαντήλι της λες κι είχε πένθος. Δική της θυατέρα να ‘τανε, λιγότερο θα την έκλαιε. Το παιδί δεν έκατσε να μοιρολογάει. Πήρε μια καινούρια βράκα, καινούριο γελέκο, καινούρια ποδήματα – τόσο βιος που ‘χανε μαζώξει πια, δεν ήτανε έξοδο – έβαλε κάμποσα φλουριά στο ζωνάρι του και πήρε το στρατί να τήνε γυρέψει πρώτα στο γιαλό, που τον είχε ορμηνεμένο.

Ένα βράδυ τον ηύρε νύχτα στην άμμο κι άναψε φωτιά με ξύλα που ‘χε ξεβράσει το κύμα. Γλέπει σε λίγο κι έρχεται να ζεσταθεί ένας άνθρωπος με σκυλίσο κεφάλι και κόκκινο πετσί, στοιχειό σα να λέμε. Λούφαξε το παιδί, δε μίλησε καθόλου. Μονάχα κρυφοκοίταζε που το στοιχείο είχε πατήσει ένα αγκάθι και δε μπόρουνε να το βγάλει από το ποδάρι του γιατί σκαινότανε το αίμα. Χα μία, χα δύο, στο τέλος δεν κρατήθηκε το παιδί, απλώνει το χέρι και τραβάει το αγκάθι. Πετάγεται το στοιχειό όρθιο.

«Ευχαριστώ, αδρεφέ μου! Τέτοιο καλό που μου ‘καμες, πώς να στο ξεπλερώσω; Ζήτα μια χάρη. Ό,τι θέλεις, όσο μεγάλο, είναι στη δύναμή μου».

Το παιδί ήτανε ακόμα λαμπαγμένο και είπε δεν ήθελε τίποτα. Ξαναρώτηξε το στοιχειό, πάλι όχι. Μωρέ καλέ, μωρέ κακέ, δεν κατάφερε να του πάρει κουβέντα του παιδιού. Ώσπου στο τέλος λέει το στοιχειό:

«Μπράβο… Τρακόσια χρόνια πειράζω τσου ανθρώπους που ανταμώνω σ’ ετούτο τον τόπο. Ούλοι ζητάνε φλουριά και οφίτσια πλερωμή σε τόσο δα καλό που μου κάνουνε και παίρνω εξουσία και τσου τρώω για την πλεονεξία τους. Εσύ δεν είσαι τέτοιος. Να δω τι άνθρωπος είσαι, θα σε πάρω από κοντά».

Και ζαρώνει και γίνεται ένας καμπούρης και μαυροτσούκαλος γέροντας. Κι όπου πήαινε το παιδί, αποπίσω το στοιχειό να λέει πως είναι υπερέτης του. Τέλος πάντων, φτάνουνε σε ένα νησόπουλο που ήτανε δεμένα κουρσάρικα καράβια. Στο πιο μεγάλο, στην πλώρη απάνω, είχε ιστορημένη σε ξύλο μια θυατέρα σαν τη γυναίκα τη δική του, μα μήτε κι όμοια τελείως. Σαν πιο μεγαλωμένη.

«Τι θέλεις;» ρωτάει το στοιχειό που τον είδε και την καλοκοίταζε. «Να στην κατεβάσω;»

Το παιδί είχε καεί μια φορά από τη βιάση του, δεν τόλμαε να ξαναπάθει κάζο. Δυο σάλτα στη σανίδα, ανέβηκε στο μπάρκο το μεγάλο. Σύρανε μαχαίρες οι κουρσάροι να τόνε κάμουνε μελίδια, μα δε φάνηκε ντιπ σκιαγμένος. Το είδε ο καπετάνιος, το εχτίμησε και τον πήρε κοντά του. Τέσσερα φεγγάρια σαλπάρανε και χτυπάγανε περατινά μπάρκα. Το παιδί καθάριζε, ψάρευε, έστηνε το κακάβι, έλεε ιστορίες και τον βάλανε στην καρδιά τους οι ναύτες. Και το στοιχειό από κοντά.

Μια μέρα αρμενίζανε κοντά στο χωριό του που τα ήξερε τα νερά και τσου είπε ο καιρός θα είναι άσκημος, μα τόνε αναγελάσανε – τόσοι θαλασσοψημένοι να μην ξέρουνε κι εκειός να ξέρει; Δεν πρόκαμε να πιάσει το γιόμα και σκώθηκε το κύμα ίσα με το καμπαναριό τση εκκλησάς. Απάνω τους κατουριστήκανε, με το συμπάθιο. Απάγκιο πουθενά, είπανε πάνε χαμένοι και πιάσανε να ασπάζονται για χαιρετισμό. Πάει το παιδί στο τιμόνι, μπατάρει το καράβι κόντρα στον καιρό, το περνάει κοντά στα βράχια, το τρυπώνει σε λιμανάκι που μόνο οι ντόπιοι το γνωρίζανε και το σώνει.

Πέσανε οι κουρσάροι στα ποδάρια του, χρυσό τον κάμανε. Το μόνο που γύρεψε, ήτο η γυναίκα που ήτανε ιστορημένη στην πλώρη. Πάρε φλουριά, πάρε το καπετανιλίκι, τίποτα. Εγώ αυτό θέλω. Τι να κάμουνε, το ξηλώσανε. Μόλις το απιθώνουνε κάτου, περιστέρα μαλαματένια γένεται η γυναίκα και δίνει φτερό, μην την είδατε. Χειροδοτιόντανε από το φόβο τους, το παιδί δε ‘στάθη καθόλου. Πήρε δρόμο κατά και που ‘καμε το πουλί. Αντάμα και το στοιχειό.

Βγήκε στο δρόμο τον καμπίσο το παλικάρι, όπως του το ‘χε ειπωμένο η γυναίκα του ότι ευτού θα τήνε ψάξει μετά το γιαλό. Αγόρασε στεριανά ρούχα και ποδήματα, ένα ραβδί να πηαίνει. Πέρασε χωριά και χώρες, πήγε ποδαράτο από τις Σιδερένιες στσι Χάλκινες Πόρτες που λέει ο λόος, φτάνει σε μια πολιτεία μεγάλη, έκατσε σε μια εκκλησά στο κατώφλι να ξαποστάσει. Έρχεται ένας διάκος και του λέει τα φαγιά δεν είναι έτοιμα. Ήτο, να δείτε, Πρώτη του Χρόνου και δεν το ‘χε πάρει χαμπάρι το παιδί. Και στσι πολιτείες δε δίνουνε αλεύρι και κρέας στσου φτωχούς που δίνουμε εδώ, κάθονται και τσου μαερεύουν και τσου καλούνε να κάμουνε ούλοι αντάμα βεγγέρα. Σκώνεται το παιδί να πάρει πάλε το δρόμο του, απάνου στο μινούτο έρχεται η μαλαματένια περιστέρα και μπαίνει από τση εκκλησάς την πόρτα και πάει και κουρνιάζει στο τέμπλο απάνω, καρσί σ’ έναν θαλασσαϊτό μπρούτζινο που κράταε μια καδένα στο στόμα και στην άκρια τση καδένας είχε ένα καντήλι.

«Να τόνε κατεβάσω;», είπε ο υπερέτης – το στοιχειό, σα να λέμε.

Το παιδί μήτε και κατεδέχτηκε να απαντήσει. Μονάχα έβγαλε από το ζωνάρι του κι έδωσε μια χούφτα χάλκινα για το φαΐ του φτωχόνε. Ανασκουμπώθηκε, πήε κοντά στο διάκο να βοηθήσει με το ζύμωμα και το φούρνισμα. Και πιο πολύ με τα ψαρικά, που δεν ξέρανε να τα κάμουνε σ’ εκείνο τον τόπο να μη χάσουν τη γέψη τους στο βράσιμο. Δεν πήρε ανάσα το παιδί ώσπου απόφαε κι ο στερνός στην καλέστρα.

Ύστερα έμεινε στην εκκλησά, εκοιμότανε στο πάτωμα, συγύριζε, χτύπαε την καμπάνα, έσβηε τα κεριά που παρακαιόντανε. Πληρωμή δε ζήταε, μονάχος του έπαιρνε κι έτρωε και τάιζε και το στοιχειό. Άμα περάσανε τέσσερα φεγγάρια, τόνε ξεμονάχιασε ο πρωτόπαπας και τόνε ρώτησε:

«Εσύ κάποιο τάμα θα ‘χεις. Για πες μου ποιο είναι, να σε βοηθήσω».

«Θέλω να αλλάξω όλα τα καντήλια για την ψυχή του πατέρα μου», είπε το παιδί.

Αφού του δώκανε την άδεια, άρχισε και κρέμαγε τα καινούρια που αγόρασε. Τελευταίο άφηκε εκειό που είχε ο αϊτός στο στόμα. Μόλις τον ξεστέλιωσε, ζωντάνεψε μες τα χέρια του κι έδωκε φτερό. Ίσα και πρόλαβε το παιδί να πιαστεί από την καδένα που την είχε ακόμα στο στόμα το πουλί. Ο αϊτός ήτο τόσο δυνατός που τόνε σήκωσε και τον πήρε μαζί. Πίσω η περιστέρα, πίσω και το στοιχειό, αλλαξομορφισμένο σε κουρούνα. Πετάανε, πετάανε, είπε το παιδί θα πέσει και θα γίνει μπουκούνια και βαστιότανε όπως μπόρουνε. Περάσανε πάνω από τον Άβυθο, προβάλανε τα βουνά, εδεκεί πήε και το απίθωσε ο αϊτός το παιδί και μετά έφυε αντάμα και φιλιωμένος με την περιστέρα – θάμα που δεν ξανάγινε.

Τι να κάμει το παιδί, είπε πως κοντεύει πια, αφού είχε περάσει το γιαλό και τον κάμπο, στου βουνού τη ράχη απόμενε να ψάξει τη νύφη πού ‘χε χάσει. Πήρε το στρατί κατά κει που ‘χε δει να πηαίνουνε τα πουλιά. Από λόγγο σε λόγγο, από βουνί σε βουνί, με το στοιχειό ξοπίσω. Είχε πάρει εκειό πάλι τη σκυλίσα τη μουτσούνα και το κόκκινο το πετσί που ‘χε στην αρχή. Όποτε φτάνανε σε βατσουνιές, σε νερό τρεχούμενο, σε τόπο δύσκολο να διαβούνε, έλεε το στοιχειό:

«Να δώσω μια να φτάσουμε αντίκρυ;»

«Να κάτσεις ευτού που ‘σαι», έλεε το παιδί.

Ώσπου βρήκανε μια σγούμπα γυμνή κι απάνου-απάνου ένα δεντρί μαύρο. Στα κλωνιά είχανε κουρνιάσει η περιστέρα κι ο αϊτός, στα ριζά στεκούτανε η γυναίκα του παιδιού μαρμαρωμένη. Την έπιασε από το χέρι και τση \λεγε:

«Σήκω ψυχή μου να πάμε στο σπίτι μας, να πάμε στην κάμαρή μας, να πάμε στο κρεβάτι μας να πλαγιάσουμε. Σήκω τζόγια μου».

Μήτε φωνή, μήτε ακρόαση.

«Να τη ζωντανέψω;» λέει το στοιχειό.

Παρολίγο και θα λιποψύχαε το παιδί, μα θυμήθηκε το πάθημά του και το δρόμο που είχε κάμει και βάστηξε. Έκατσε στον τόπο εκειό και κοιμήθηκε το βράδυ. Το άλλο πρωί, πάλι τα ίδια.

«Σήκω ψυχή μου να πάμε στο σπίτι μας, να πάμε στην κάμαρή μας, να πάμε στο κρεβάτι μας να πλαγιάσουμε. Σήκω τζόγια μου».

Μήτε φωνή, μήτε ακρόαση.

«Να τη ζωντανέψω;»

Δεν του ‘δωκε σημασία του στοιχειού.

Να μην τα πολυλοούμε, η ίδια δουλειά σαράντα μέρες.

«Δεν εκουράστηκες ακόμα;» λέει το στοιχειό.

«Όχι σαράντα μέρες, τέσσερα φεγγάρια και δε θα κουραστώ».

«Εδώ είμαστε και να σε γλέπω».

Περνάει το δεύτερο φεγγάρι, περνάει το τρίτο, τέλειωνε και το στερνό εκείνη τη μέρα. Το μαύρο δεντρί είχε πιάσει να μπουμπουκιάζει και κοντεύανε να ανοίξουνε μαύρα άνθια. Τα σκουτιά του παιδιού είχενε λιώσει πια, τα γένια του είχενε γίνει τουλούπα, είχε ρέψει από την κακουχία. Άνοιξε το στόμα του να ζητήσει βοήθεια από το στοιχειό, μα καθάρισε ο νους του. Ήρτε γλέπετε η ευκή που του ‘χε δώκει η νόνα του τόμου βγήκε και ψάρεψε τη θυατέρα. Έπιασε το ίδιο τροπάριο:

«Σήκω ψυχή μου να πάμε στο σπίτι μας, να πάμε στην κάμαρή μας, να πάμε στο κρεβάτι μας να πλαγιάσουμε. Σήκω τζόγια μου».

Μήτε φωνή, μήτε ακρόαση.

«Να τη ζωντανέψω;» λέει το στοιχειό.

«Να κάτσεις ευτού που είσαι».

Μόλις το λέει, απ’ το κακό του που δεν ημπόρεσε να βάλει το παιδί σε πειρασμό, κρεπάρισε το στοιχειό και στον τόπο του έμεινε ένα ξανθό παλικάρι. Το δεντρί το μαύρο μαράγκιασε και φανήκανε δυο σακιά φλουριά στσι ρίζες του. Τα δυο πουλιά γινήκανε μια γυναίκα κι ένας άντρας χαμομεγάλοι. Κι η κοπέλα ζωντάνεψε και αναστέναξε λες και τση είχε φύει ένα βάρος από το στήθος.

Πιάσανε και είπανε στο παιδί το βίο τους, πως ήταν γονέοι και αδρεφός τση θυατέρας οι άλλοι. Και τσου είχε ρίξει σε χρόνους παλαιούς ένας βασιλιάς κατάρα, αφού δεν ηθέλησε να τον πάρει η κοπέλα γαμπρό, τότενες να γίνουν ούλοι πέτρες και σίδερα και στοιχειά και να μαρτυρήσουνε. Κι άμα βρεθεί ένα παιδί με σέστο και υπομονή να την αγαπήσει την κοπέλα, να τήνε χάσει και να τήνε γυρέψει για ένα χρόνο και μια μέρα σε ούλη την Πάραλο, τότενες να λυθούνε ούλες οι κατάρες στου βασιλιά το μνήμα απάνου. Αλλιώς, άμα δε βρισκότανε τέτοιο παλικάρι άξο, να χαθεί κι εκειό, να χαθούνε κι ούλοι τους, γονέοι και παιδιά.

Πήρανε τα φλουριά του βασιλιά, γυρίσανε πίσω στο χωριό, βρήκανε του παιδιού τη νόνα και στα υστερνά της έγινε κι ευτείνη αρχόντισσα στην πολιτεία. Στήσανε ένα παλάτι και κάμανε τσούρμο παιδιά, να μπαρκάρεις καράβι που λέει ο λόος. Και τα καλά που είδανε, να τα ειδήτε κι εσείς.

Παρασκευή 2 Οκτωβρίου 2009

Στιγμή 6

Μια ομάδα από πολεμιστές που έχει ζήσει σε πολλές χώρες.

Οι Δέκα

Τον πρώτο καιρό δυσκολευόταν να κοιμηθεί.

Για έναν Νανταρινό, οι Λαίτιοι ήταν φρικτό μέρος. Άχρωμο, ψυχρό, αποπνικτικό. Μικρά κτήρια, στενοί δρόμοι, γκρίζα πέτρα που έσταζε υγρασία. Ομίχλη που σερνόταν στους δρόμους κι έκρυβε το ποτάμι, τις γέφυρες που οδηγούσαν στα δυο νησιά, τα πάντα λίγα βήματα πιο πέρα. Κρύο και χοντρόρουχα σε σκούρα χρώματα. Άνθρωποι σκυθρωποί και χλωμοί. Ο ίδιος ο ουρανός σαν στρωμένος με βαμβακερό ύφασμα που είχε σκουρύνει από τον ιδρώτα. Όταν δεν έβρεχε.

Αναπολούσε το φως που στεφάνωνε και χρύσιζε το κάθε τι στην πατρίδα του. Τα χαμόγελα που αποκάλυπταν λευκά δόντια και στόλιζαν μελαχροινά πρόσωπα. Ενδύματα και σπίτια σε χίλιες χαρούμενες αποχρώσεις. Την αίσθηση του ανοιχτού χώρου. Την καταγάλανη θάλασσα που καλούσε στην αγκαλιά της.

Ύστερα γνώρισε τη Ερδίνα, τη μικρή κόρη του αρτοποιού.

Πάλι δυσκολευόταν να κοιμηθεί, μα μόνο γιατί μετρούσε το χρόνο ώσπου να έρθει η δική του σειρά, μια φορά στο δεκαήμερο, να κοιμηθεί έξω από το μικρό κτήριο που νοίκιαζε με τους συντρόφους του και τον αρχηγό τους. Να κοιμηθεί στο πλευρό της, κρυφά από τους γονείς της, κρυφά από τους φίλους του. Δεν τους είχε ποτέ κρύψει κάτι άλλο, δεν είχε μυστικά πέντε χρόνια που γύριζε την Πλάση μαζί τους. Μα αυτή η πηγή φωτός και χρώματος στη ζωή του, στην καρδιά του την ίδια, που έκανε τους Λαίτιους υποφερτούς, δεν ήταν ακόμη έτοιμος να αποκαλύψει έστω και την ύπαρξή της.

Ένα βράδυ της έδωσε το ασημένιο δαχτυλίδι του αρραβώνα που με χίλιες οικονομίες είχε κατορθώσει να αγοράσει. Της υποσχέθηκε το χρυσό κόσμημα του γάμου. Και της ζήτησε να κάνει λίγη υπομονή ώσπου να διευθετήσει τις υποθέσεις του και να μπορέσουν να μείνουν μαζί – για πάντα. Κι εκείνη, με μάτια κλαμένα από χαρά, με χείλη που γελούσαν, τιτιβίζοντας σχεδόν, του είπε να βιαστεί, να προλάβει πριν γίνει πατέρας.

Κάθε φορά έβρισκε αφορμές να καθυστερήσει, να μην την αφήσει ώσπου να μην υπάρχουν άλλα περιθώρια. Μα το νέο τον ανάγκασε να κάνει την καρδιά του πέτρα και να βιαστεί· έστω κι αν τρεις φορές πισωγύρισε από το κατώφλι για να της δώσει ένα τελευταίο φιλί. Βιαζόταν γιατί μακριά της δε βρισκόταν πια η μοναξιά. Βρίσκονταν οι προετοιμασίες ώστε στην επόμενη έξοδό του να γίνει η τελετή που θα τους ένωνε. Ο Αρζέντ, ο διοικητής του, επέμενε να ζουν όλοι μαζί, να φυλάνε ο ένας την πλάτη του άλλου, να τηρούν το αυστηρό του πρόγραμμα, να μη βασίζονται σε άτομα έξω από τον στενό κύκλο τους. Μα ποτέ δεν είχε φανεί αρνητικός στην προοπτική της αποκατάστασής τους.

Ο στρατιώτης διέσχισε τους δρόμους βυθισμένος στις σκέψεις του. Ούτε που κατάλαβε πότε τέλειωσε η διαδρομή. Ήταν σαν να είχε περπατήσει ανάλαφρος πάνω στα σύννεφα, όχι μέσα στην ομίχλη των τελευταίων νυχτερινών ωρών που έκανε τα ενδύματά του να κολλούν στο δέρμα του, το μουστάκι και τα μαλλιά του μια λάσπη.

Ανέβηκε την πέτρινη σκάλα, δρασκέλισε το κατώφλι και αντίκρισε ένα άδειο δωμάτιο. Τα έπιπλα μαζεμένα στη γωνία, όλα τα φορητά αντικείμενα να λείπουν ή να φλέγονται στο τζάκι. Τίποτε να μη μείνει πίσω. Μ’ έναν κόμπο στο στομάχι, πέρασε την καταπακτή και βγήκε στο στάβλο που καταλάμβανε όλο το ισόγειο. Οι άλλοι είχαν τα σακίδιά τους έτοιμα, τα όπλα τους ζωσμένα, τις αρματωσιές φορεμένες. Σέλωναν τα άλογα, μαζί και το δικό του.

«Οι Λευκοί θα χτυπήσουν τους Γαλάζιους αύριο», είπε ένας από τους έξι τοξότες. «Θα τους εξοντώσουν όλους ταυτόχρονα. Το σχεδίαζαν μήνες. Κι αν δεν το είχαμε μάθει εμείς τόσο καιρό, δεν το έχουν μάθει και οι στόχοι».

«Ειρήνη», ψιθύρισε. Κι άλλο χαρούμενο νέο· θα ξεθύμαινε πλέον αυτή η ένταση που βασάνιζε τη χώρα. Η Ερδίνα δεν κινδύνευε, ζούσε σε μια συνοικία που δεν υπήρχε ούτε ένας Γαλάζιος. «Εμείς ποιον αναλάβαμε να σκοτώσουμε;»

«Κανέναν», τον διόρθωσε ο συνομιλητής του. «Οι Γαλάζιοι θα πεθάνουν εδώ, αλλά είναι ισχυροί στην επαρχία. Θα λυσσάξουν μετά το αυριανό. Και να μην ενδιαφερθούν για εκδίκηση, θα πολεμήσουν για να επιβιώσουν. Εμφύλιος μέχρι τελικής πτώσεως. Φεύγουμε».

Μια ακόμη μετακόμιση. Ο Αργκάν είχε γίνει Αρζέντ, είχε γίνει Ζίλμπερ, είχε γίνει Πράτιους. Τώρα άλλη μια χώρα, άλλο ένα ψευδώνυμο, άλλη μια καινούρια αρχή. Δε ρίζωσαν στους Λαίτιους. Δε θα ρίζωναν πουθενά. Κι αυτός τι έπρεπε να κάνει; Να παρατήσει τη γυναίκα που αγαπούσε, με το παιδί του στα σπλάχνα της; Να τη σύρει μαζί του έγκυο σε περιπλανήσεις και πολέμους; Να λιποτακτήσει, εγκαταλείποντας τους συντρόφους που του χρωστούσαν της ζωή τους και τους χρωστούσε τη δική του; Πώς να ζήσει στην ξενιτιά, χωρίς συμπατριώτες που τον καταλάβαιναν; Πώς να ζήσει οπουδήποτε χωρίς εκείνη; Πώς να τα συμβιβάσει και τα δύο;

Οι συνάδελφοί του, οι άλλοι τρεις ιππείς, είχαν σταθεί και τον κοιτούσαν που έμενε άπρακτος. Του έδειξαν μ’ έναν νεύμα του σαγονιού το δικό του σακίδιο και τη δική του λόγχη που τον περίμεναν στη γωνία. Η συντροφιά του ήταν ένα δεδομένο στη ζωή τους.

«Άντε, τι κάθεσαι;», προέτρεψε ο τοξότης που είχε μιλήσει και πριν.