Παρασκευή 26 Ιουνίου 2009

Πόση κοσμοπλασία;

Κοσμοπλασία (εκ του αγγλικού worldbuilidng) αποκαλούμε τη διαδικασία του σχεδιασμού ενός φανταστικού κόσμου που θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε σαν σκηνή για το έργο μας, αλλά το αποτέλεσμά της (το οποίο μπορεί να είναι χάρτες, σκόρπιες σημειώσεις, ολόκληρο βιβλίο ή να υπάρχει μόνο μέσα στο μυαλό του συγγραφέα, αλλά σε κάθε περίπτωση είναι η περιγραφή του προαναφερθέντος κόσμου).

Υπάρχουν δυο άκρα στα οποία μπορεί κανείς να φτάσει και τα αντιπροσωπεύουν οι δυο πατέρες του φάνταζυ, ο Robert E. Howard και ο J.R.R. Tolkien, οι οποίοι είναι τα δυο άκρα του φάσματος και με πολλούς άλλους τρόπους.

Στην κατά Tolkien λογική, όλα είναι γνωστά εκ των προτέρων. Πριν ξεκινήσει καν να γράφεται το λογοτέχνημα, σχεδιάζεται κόσμος, με τη γεωγραφία του, τους λαούς του (ο καθένας με τη γλώσσα και τα έθιμά του), αλλά και ολόκληρη η ιστορία από τη δημιουργία του πλανήτη ως το «παρόν» (την αφετηρία της πλοκής). Μάλιστα, στο ίδιο το έργο του Tolkien (στον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών), τολμώ να πω ότι η κοσμοπλασία (το Σιλμαρίλλιον) κυριαρχεί πάνω στο βιβλίο και γίνεται ένα είδος «εγχειριδίου χρήσης», χωρίς το οποίο ο αναγνώστης δεν έχει πρόσβαση σε όλες τις δυνατότητες του «προϊόντος»

Στην κατά Howard λογική, υπάρχει μια γενική εικόνα για τον κόσμο και χρησιμοποιείται κατά βούληση. Κάθε καινούρια ιστορία προσθέτει στοιχεία στον κόσμο (δηλαδή η κοσμοπλασία είναι ταυτόχρονη με τη συγγραφή), χωρίς να αναγκάζεται να περιοριστεί σε πλαίσια ορισμένα από πριν. Μπορεί κανείς να γράφει ακόμη και τις ιστορίες με τη σειρά που τις σκέφτεται κι όχι με τη σειρά που συμβαίνουν (έτσι έκανε ο Howard κι ο αναγνώστης μπορεί επίσης ν’ ακολουθήσει όποια σειρά προτιμά και να τις απολαύσει ανεξάρτητα τη μια από την άλλη). Υπάρχει βέβαια ο κίνδυνος αντιφάσεων ή κενών, ιδεών που ο συγγραφέας ποτέ δε θα κατορθώσει να στριμώξει σε κάποιο κείμενο ή να εξηγήσει επαρκώς, καθώς και έλλειψης ομοιογένειας.

Φυσικά, κάθε συγγραφέας δουλεύει με τον τρόπο που ταιριάζει στην ιδιοσυγκρασία και τον τρόπο σκέψης του.

Εγώ τείνω περισσότερο προς την κατά Howard προσέγγιση. Είμαι μεθοδικός. Αν θέλω να φτιάξω έναν χαρακτήρα που να είναι «περσοειδής», θα ψάξω για τους Πέρσες, θα δω και τη γλώσσα τους, δε θα πάρω το πρώτο όνομα βασιλιά που βρήκα μπροστά μου. Αλλά μου φαίνεται λίγο χαμένος χρόνος να κάτσω να γράψω πρώτα την «εγκυκλοπαίδεια της Πλάσης», τη στιγμή που εικόνες και εμπνεύσεις βράζουν στο μυαλό μου, με παρακαλούν να τις κάνω ιστορία. Σε στιγμές μεγάλου οίστρου, μπορεί να καθίσω να γράψω και αν μου προκύψουν χαρακτήρες ολοκαίνουριοι, να τους αποκαλώ στο κείμενο ΧΧ, ΥΥ κοκ. Ομοίως και για τοποθεσίες. Αργότερα, που δε θα έχω πια το δαιμόνιο της έμπνευσης καβάλα στην πλάτη να με μαστιγώνει, μπορώ να βρω αυτά τα σημαδάκια και να τα μετατρέψω σε ταιριαστά ονόματα ή τοπωνύμια.

Επίσης, να πάνω στο γράψιμο μού βγει κάτι που δεν το είχα σκεφτεί, μια ανατροπή στην πλοκή ή μια ιδέα για το υπόβαθρο που μου φαίνεται αξιόλογη ή ακόμη και μια αλλαγή στο πώς/ποιος είναι ένα πρόσωπο, αρκεί να αλλάξω το κείμενό μου ως εκείνο το σημείο για να την ενσωματώσω στο βιβλίο. Δε χρειάζεται να πειράξω και κάποιου είδους «βίβλο» η οποία περιλαμβάνει όλο το υπόβαθρο του έργου μου (ο όρος «βίβλος» χρησιμοποιείται για την καταγραφή των λεπτομερειών – προσώπων, καταστάσεων, εξελίξεων – στις οποίες βασίζεται μια τηλεοπτική σειρά). Βέβαια, βοηθάει να έχει κανείς μνήμη ελέφαντα και να γράφει με βάση μια αδρή πλοκή, χωρίς να κάνει πρώτα λεπτομερή προσχέδια για την ακολουθία των γεγονότων ως το τέλος.

Επίσης, είμαι διστακτικός ως προς το να στύψω το μυαλό μου για να δημιουργήσω ένα σωρό πράγματα από τα οποία μόνο μερικά θα μπορέσω να αξιοποιήσω στα πλαίσια του βιβλίου. Σίγουρα μπορεί κανείς να εντυπωσιάσει το κοινό και με αυτή του τη δουλειά, αν την κάνει καλά (ο Tolkien που λέγαμε, έχει δοξαστεί όσο κανείς άλλος για το υπόβαθρο του κόσμου του, και περισσότερο γι’ αυτό, παρά για την ίδια την πλοκή που δημιούργησε!) Αλλά και πάλι μου φαίνεται παραλογοτεχνικό. Σίγουρα είναι ένα είδος τέχνης η κοσμοπλασία, αλλά δεν είναι η τέχνη που εξασκώ εγώ, η τέχνη του λόγου. Πιστεύω πως αν κάνω σωστά τη δουλειά μου, η Πλάση θα βγαίνει το ίδιο ζωντανά στα μάτια του αναγνώστη, χωρίς να χρειάζομαι ένα δεύτερο επεξηγηματικό κείμενο και χωρίς να μπορεί – ούτε και να χρειάζεται – κανείς να μαντέψει αν χρησιμοποίησα «βίβλο», σημειώσεις ή οτιδήποτε άλλο (Δείτε κι εδώ για μια παρόμοια άποψη, δοσμένη απλούστερα)

Enter Ozzo (ο χαρτογράφος μου, για όσους δεν το θυμούνται).

Ξεκίνησε μια καινούρια εκδοχή του χάρτη (το μόνο που θα πω προς το παρόν είναι πως ό,τι έχετε δει ως τώρα ωχριά). Ο άθλιος σαδιστής, αντί να μου δίνει τακτικά δείγματα, μου έλεγε: «έχω τρία βουνά και δυο ποτάμια στην τάδε χώρα, δώσε μου ονόματα». Έτρεχα εγώ, να δω πώς θα έλεγαν οι νανταρινοί το βουνό δίπλα στην πρωτεύουσά τους. Και μετά, «έχω μια κωμόπολη, γιατί ήταν πολύ άδεια η ακτογραμμή». Πάλι τρέξιμο εγώ. «Στείλε μου σχόλια που θα έβαζε ο χαρτογράφος εδώ κι εκεί». Ποιος χαρτογράφος;

Αλλά όταν είδα το αποτέλεσμα (αφού μάζεψα το σαγόνι μου που είχε φτάσει στο πάτωμα), μπήκα κι εγώ στο παιχνίδι: «εδώ έχουμε μια μεγάλη περιοχή στην οποία τίποτα δεν είναι ονοματισμένο», «εδώ έχεις ένα τεράστιο ακρωτήριο, δε θα το έλεγαν κάπως;», «εδώ αυτό το πέρασμα στα βουνά μοιάζει σημαντικό».

Κι άρχισα να διασκεδάζω πραγματικά. Γιατί αυτό το ονόμασα έτσι; Τι έγινε εκεί πιο παλιά; Και δε μιλάμε για θεωρητικά πράγματα. Μιλάμε για ΙΔΕΕΣ. Ιδέες για τα υπόλοιπα μυθιστορήματα, ιδέες για το prequel που ελπίζω μια μέρα να μπορέσω να γράψω. Ιδέες για παράπλευρα κείμενα, σαν τα παραμύθια που σηκώνω εδώ στο ιστολόγιο. Επέλεξα κι ένα από τους ήδη υπάρχοντες χαρακτήρες μου ως υποτιθέμενο σχεδιαστή του χάρτη και προσάρμοσα τα σχόλια στο σκεπτικό του. Μ’ αρέσει αυτός ο τρόπος δουλειάς, είναι η δική μου τέχνη, η τέχνη του λόγου.

Τρίτη 23 Ιουνίου 2009

Αναμονή τέλος!

Τρίτη ανάρτηση μέσα σε μια μέρα; Μάλιστα, κι η τρίτη είναι κι η τυχερή.

Με χαρά (και κάποια υπερηφάνεια) σας ανακοινώνω πως υπέγραψα συμβόλαια με τις εκδόσεις Πατάκη (ο Εκδότης-2 που λέγαμε, ντε!) για την κυκλοφορία του "Κορακιού".

Περισσότερα για το πώς και το τι, καθώς θα τα μαθαίνω κι ο ίδιος (με την ετικέτα "προς τα ράφια")

Στιγμή 4

Τι φανταστικός κόσμος θα ήταν η Πλάση, αν κάποιοι από τους μύθους της δεν ήταν αληθινοί;

Λεωσθένης

Τα στομάχια των τεσσάρων γερόντων σφίχτηκαν μόλις είδαν το σπίτι από μακριά. Δίπατο, ξύλο σε απαλό γαλανό χρώμα, πέτρα ασβεστωμένη, κεραμίδια ολοκαίνουρια, κλήματα να σκιάζουν την αυλή. Μεγάλος κήπος, φροντισμένος, χωρισμένος σε παρτέρια∙ λευκά ρόδα και κόκκινα γαρύφαλλα και, πιο κοντά στο σπίτι, λαχανικά για το τραπέζι. Στο μονοπάτι έτρεχαν έξι-εφτά παιδιά κι ένα μικρό σκυλί, κυνηγώντας ένα παρδαλό τόπι. Μια καστανή νέα γυναίκα – η λυγερή ομορφιά της αισθητή ακόμη κι από τόση απόσταση – άπλωνε φρεσκοπλυμένα ασπρόρουχα που σχεδόν άστραφταν στο ηλιόλουστο πρωινό.

Όσα χρειάζεται να έχει ένας άντρας για να ευτυχεί.

Μα οι γέροντες δε γαλήνευαν σε τέτοια θέα. Οι ανησυχίες που τους είχαν ταλανίσει σε όλο το ταξίδι, άξαφνα φούσκωσαν σαν αγριεμένες θάλασσες, απειλούσαν να τους πνίξουν στα τελευταία βήματα που χρειαζόταν να διασχίσουν τα γαϊδουράκια τους. Πλησίαζε η κρίσιμη στιγμή που θα μάθαιναν αν κάποιος από τους φόβους τους θα έβγαινε αληθινός. Θα τον έβρισκαν εκεί τον ήρωα; Θα ήταν εύκαιρος να τους βοηθήσει; Μήπως θα τον προσέβαλλαν τα φτωχικά τους δώρα που μπόρεσαν να συγκεντρώσουν; Έβαλαν τα χέρια μέσα στα σακούλια και ψηλάφισαν τα δοχεία, τα κουτιά, τα θηκάρια, αποζητώντας παρηγοριά, ένα στήριγμα αληθινό και απτό. Δεν τον ενδιέφεραν το Λεωσθένη οι ανταμοιβές, όλοι το ήξεραν. Μα τον είχαν τόση ανάγκη οι συμπατριώτες των γερόντων, ώστε εκείνοι αγωνιούσαν και για την παραμικρή λεπτομέρεια, το πιο απίθανο εμπόδιο που θα μπορούσε να κάνει την ικεσία τους ν’ αγνοηθεί.

Μηχανικά, σαν υπνωτισμένοι, ξεπέζεψαν. Χαιρέτησαν, έδεσαν τα ζώα τους, χάιδεψαν παιδικά κεφάλια, χτύπησαν τη θύρα, διάβηκαν το κατώφλι. Ο άντρας που αντίκρισαν ήταν ακόμη πιο μεγαλόσωμος απ’ ότι περίμεναν∙ η σύζυγός του που μπήκε να τους παρουσιάσει – αν και ασυνήθιστα ψηλή – μόλις που έφτανε ως τον ώμο του κι ας ήταν εκείνος καθιστός. Τα μέλη του ήταν χοντρά σαν κορμοί νεαρών δέντρων, οι μύες του φούσκωναν ακόμη και στην απόλυτα ήρεμη στάση του. Μέσα στις σκιές, το κεφάλι του, στεφανωμένο από πυκνά, κατάμαυρα κατσαρά μαλλιά και γένια, φάνταζε τρομερό, δυσοίωνο.

Υπήρχαν πολλά έπιπλα στο δωμάτιο, όλα σκαλισμένα με τέχνη κι αγάπη. Σκεύη χάλκινα σφυρηλατημένα με εικόνες ζώων και φυτών, πήλινα πιατικά ζωγραφισμένα με πουλιά και ψάρια. Δέρμα και ύφασμα, ιστορημένα κι αυτά, κάλυπταν τις επιφάνειες. Όλα έργα του Λεωσθένη, απ’ ότι έλεγαν οι φήμες. Αλλά το βλέμμα των γερόντων αδυνατούσε να ξεκολλήσει από τα τεράστια θηκάρια που καταλάμβαναν όλο το μήκος του αριστερού τοίχου. Εκείνα ήταν τα εργαλεία στη βοήθεια των οποίων προσέβλεπαν. Εκείνο το κρυμμένο ατσάλι που έμοιαζε να κοιμάται μέσα σε δερμάτινα σάβανα, είχαν έρθει να ξυπνήσουν.

Ένας από τους προεστούς έπεσε στα γόνατα και τον μιμήθηκαν κι άλλοι τρεις. Έτειναν μπρος τα χέρια τους, προσφέροντας τα δώρα που είχαν φέρει. Άρχισαν να εξηγούν την κατάντια των χωριών τους με φωνές άχρωμες, νεκρές, κουρασμένες, πιο λυπηρές από κάθε λυγμό ή αναστεναγμό.

***

Ο Λεωσθένης ένιωσε το πρόσωπό του να φλογίζεται, λες και τα γένια του είχαν πάρει φωτιά, λες και τσουρουφλιζόταν γοργά το δέρμα του προς το μέτωπο. Ζεσταινόταν και άσθμαινε.

Τώρα του ζητούσαν βοήθεια; Αφού είχαν πρώτα καταφύγει σε κάποιους δίδυμους ψευτο-ήρωες που δεν τους είχε ακούσει ποτέ; Ίδης και Πισαίος; Ποιοι ήταν αυτοί οι τιποτένιοι; Ποιος τους γνώριζε πέρα από το βάλτο που ζούσαν; Και τους μέτραγαν για τόσους σπουδαίους αυτοί οι επαρχιώτες, ώστε αφού δεν τα είχαν καταφέρει εκείνοι, τότε έπρεπε να ασχοληθεί με το ζήτημα ο μεγαλύτερος των Αιγλωέων ηρώων; Που τον είχαν για δεύτερη επιλογή μετά από τους νταήδες της γειτονιάς τους; Ούτε η πρώτη τους σκέψη ήταν καταφύγουν σ’ αυτόν, ούτε τον θεωρούσαν ύστατη λύση.

Ξεροκατάπιε και το βλέμμα του πήγε άθελα στο τεράστιο ρόπαλο από κόκκινο ξύλο, το έμβλημά του, κρεμασμένο στο κέντρο του τοίχου με τα άρματα. Αν δε σεβόταν τα χρόνια τους, θα τους έσπαγε τα κόκαλα ένα-ένα για την προσβολή που του έκαναν.

Έπρεπε να συγκρατηθεί, να τους χτυπήσει μόνο λεκτικά.

Έτριξε τα δόντια.

Έπρεπε.

Οι Περιφέρειες - Ανθρακίας

Οι Ανθρακιώτες μπορούν να υπερηφανεύονται για πολλά: για του εξαίρετους μηχανικούς, τα πυκνά δάση, τα πολλά ορυχεία. Αλλά πιο πολύ καμαρώνουν που διεκδικούν την ίδια καταγωγή με το Λεωσθένη, το δημοφιλέστερο λαϊκό ήρωα της Βασιλείας Αιγλωέων, νικητή ξένων εχθρών, ντόπιων τυράννων και κάθε είδους τεράτων. Στους τελευταίες δυο εκατονταετίες, οι ιστορίες γύρω απ' αυτό το μυθικό πρόσωπο έχουν γίνει τόσο πολλές κι έχουν διαδοθεί τόσο ευρέως στη Βασιλεία Αιγλωέων, ώστε έχουν απορροφήσει και αφηγήσεις κατορθωμάτων πολύ παλιότερες, οι οποίες απέδιδαν τα γεγονότα σε άλλους ήρωες.


Πώς ο Λεωσθένης βρήκε το ρόπαλο και τη γυναίκα του

Σαν γίνηκε δώδεκα χρονώ ο Λιοσθένης, έπιασε το δρόμο να δει τον κόσμο και να ‘βρει την τύχη του. Ήτανε κιόλα πιο χεροδύναμος απ’ τους αργάτες του χωριού, το χέρι του δε λάθευε με σπάθα για με κοντάρι για με σαΐτα, στα αινίγματα δεν τον κάνανε καλά οι γερόντοι.

Εκεί που διάβαινε, βρήκε τη στράτα κλεισμένη, τι είχε σειστεί η γης κι είχανε κυλήσει κοτρώνια μεγάλα σα μυλόπετρες από τη ράχη. Αντί να κάμει πίσω, το παιδί έφτυσε τα χέρια του και τα ‘τριψε και πιάνει να δίνει γρόθους. Μια ‘δω, μια ‘κει, χαλίκι γίνουντο οι βράχοι, τρύψαλα. Όσο να μεσημεριάσει και να παραϊδρώσει, είχε ανοίξει τόπο να περνάει ολάκερο κάρο. Κι από τα πουλιά και τα ζα που το είδανε, μαθεύτηκε σ’ όλο τον τόπο το κατόρτωμα, ως πέρα στα νησά.

Πάει μονάχος, παρακάτου συναντάει έναν ποταμό που κατέβαζε πάγο από το βουνό. Μες στο κρύο το νερό, περίμενε μια αρκούδα κι άρπαζε – χραπ! – τα ψάρια που διαβαίνανε και τα κατέβαζε αμάσητα. Στάθη ο Λιοσθένης και τη θάμαζε τι ογλήγορη που ήτανε.

«Γεια χαρά σου, κυρά αρκούδα», τη χαιρέτησε. «Καλή και άξα είσαι».

«Άξα είμαι», τον αντιχαιρέτησε, «μα δέκα φορές πιο άξος είν’ εκείνος που τρίφτει την πέτρα με το χέρι».

«Εγώ είμαι», της φανερώθη. «Έρχεσαι κοντά μου που ταξιδεύκω;»

«Αμ δεν έρχομαι;»

Πάνε κι δυο αντάμα, παλικάρι κι αρκούδα, παρακάτου συναντάνε τράφο και σταθήκανε να ξεδιψάσουνε. Δεν προκάμανε να σκύψουνε και σα μια σκιά να πέρασε σιμά τους και κρύωσε ο σβέρκος τους. Κι άξαφνα, να ο έλαφος με τα κέρατα να πίνει πριχού από δαύτους. Είδανε και θαμάξανε πως έτρεχε σαν τον αέρα.

«Γεια χαρά σου, κυρ έλαφε», τον χαιρέτησαν. «Καλός και άξος είσαι».

«Άξος είμαι», αντιχαιρέτησε, «μα δέκα φορές πιο άξα είν’ εκείνη που πιάνει και τρώει ζωντανό το φαΐ της».

«Εγώ είμαι», του φανερώθη η αρκούδα. «Έρχεσαι κοντά μας που ταξιδεύκουμε;»

«Αμ δεν έρχομαι;»

Πάνε κι τρεις αντάμα, παλικάρι, αρκούδα και έλαφος, παρακάτου συναντάνε λαγούμι. Και μια αλουπού έσμπρωχνε ένα μακρύ ξύλο μέσα και το κούναγε, να φαίνεται σαν να χαρχάλευε με τα νύχια της. Ώσπου ο πόντικας βγήκε σκιαγμένος από την άλλη τρύπα του σπιτικού του κι έπεσε στο στόμα της που τον παραμόνευε. Είδανε και θαμάξανε την πονηριά της.

«Γεια χαρά σου, κυρά αλουπού», τη χαιρέτησαν. «Καλή και άξα είσαι».

«Άξα είμαι», αντιχαιρέτησε, «μα δέκα φορές πιο άξος είν’ εκείνον που δεν τον προκάνω να τον βρω για να τον γελάσω».

«Εγώ είμαι», του φανερώθη ο έλαφος. «Έρχεσαι κοντά μας που ταξιδεύκουμε;»

«Αμ δεν έρχομαι;»

Πάνε κι τέσσαροι μαζί, παλικάρι, αρκούδα, έλαφος κι αλουπού, παρακάτου συναντάνε ένα στρουθί που πέταγε ψηλά. Μεσ’ από τα σύγνεφα πρόβαλ’ αϊτός και το άδραξε με τα νύχια. Έπεσε αντίθετα με τον ήλιο ο ήλιος κι ούτε ο ίσκιος του δεν πρόκαμε να τον προδώσει. Είδανε και θαμάξανε τι προσεχτικός που ήτανε.

«Γεια χαρά σου, κυρ αϊτέ», τον χαιρέτησαν. «Καλός και άξος είσαι».

«Άξος είμαι», αντιχαιρέτησε, «μα δέκα φορές πιο άξα είν’ εκείνη που τη βλέπει ο κυνηγημένος και πάλι απ’ την πονηριά της δε βρίσκει τρόπο να γλιτώσει».

«Εγώ είμαι», του φανερώθη η αλουπού. «Έρχεσαι κοντά μας που ταξιδεύκουμε;»

«Αμ δεν έρχομαι;»

Πάνε κι πέντε αντάμα, παλικάρι, αρκούδα, έλαφος, αλουπού κι αϊτός, παρακάτου συναντάνε άντρο φραμμένο με λιθάρι ριζιμιό, τρανό σα σπίτι. Φαγωθήκανε να δούνε τι βρισκότανε μέσα. Άλλος είπε μάλαμα, άλλος είπε το αθάνατο νερό, άλλος το στοιχειό του τόπου. Σφίγγει το ζωνάρι του ο Λιοσθένης, αρπάζει το κοτρώνι, αγκομαχά, το σκώνει και τ’ απιθώνει στην άκρη. Περνάνε μέσα, βρήκανε μια σκάλα. Κατεβαίνουνε, κατεβαίνουνε, μια μέρα και μια νύχτα. Φτάνουνε σ’ έναν τόπο ξένο, μ’ άλλο ήλιο κι άλλο φεγγάρι απ’ τα δικά μας.

Εκεί έτρεχε νερό κρούσταλλο και λουζότανε μια κόρη που σαν και δαύτη δεν είχε ξαναδεί ανθρώπου μάτι, η πεντάμορφη του κάτου κόσμου. Ο Λιοσθένης θαμπώθηκε κι είπε θ’ αποθάνει από τη στεναχώρια άμα δεν την πάρει γυναίκα του. Έκαμε να πάει κοντά της, μα ‘κείνη είχε κιόλα πάρει τη στράτα. Διαβήκανε οι πέντε ταξιδιώτες ξοπίσω της, φτάσανε σ’ ένα κάστρο που το φυλάγανε σαράντα γίγαντες.

«Ώρα καλή σας», χαιρέτησε ο Λιοσθένης, «μόνο μεριάστε, τι γυρεύω ταίρι και δε με στομώνει μήτε άνθρωπος μήτε θεριό τούτη την ώρα».

«Όποιος έχει ανάκαρα να φτάνει εδώ», είπανε ούλοι οι γίγαντες αντάμα και σείστηκε ο τόπος με τη βοή, «έχει να περνάει όσα τον βάλουμε. Κι άμα τα κάνει, παίρνει την αδερφή μας. Άμα δεν τα κάνει, μας δίνει την καρδιά του να τη φάμε, να πάρουμε την αντρειοσύνη του».

Οι σύντροφοι λιγοψυχήσανε σαν είδανε τον τόπο γιομάτο από άρματα παλικαριών που είχανε αφημένη εκεί την ψυχή τους, μα ο Λιοσθένης δεν έκανε πίσω.

«Βάλτε ό,τι αγαπάτε», καυκήθηκε, «άλλο γαμπριάτικο αντίδωρο δεν έχω να σας κάμω παρά το θάρρος μου και θα το ιδείτε καλά».

Κάμανε οι γίγαντες βουλή και τον πήγανε σε μια βαλανιδιά που έστεκε μονάχη, να την κόψει πριχού να ξημερώσει. Χιλιοχρονίτικη ήτανε και τόσο παχιά που δέκα παληκάρια δε φτάνανε να πιαστούνε χέρι-χέρι να στήσουνε χορό γύρα της. Όσο την πελέκαγε από τη μια ο Λιοσθένης, εκείνη έθρεφε από την άλλη. Πελέκησε από δεξά, πελέκησε από ζερβά, στόμωσε το τζικούρι του, στο τέλος καταράστηκε την τύχη του κι ότι κόντευε να λαλήσει ο κόκορος και να προβάλει ο ήλιος, πιάνει το δεντρί από τις ρίζες και του δίνει μια μ’ όλη του τη δύναμη και το ξεπατώνει. Χωρίς της μάνας γης τον κόρφο, ψόφιο ήτανε πια και το λιάνισε όπως τ’ άρεσε.

Οι γίγαντες σα να είδανε τα σκούρα, πως δεν τον κάνουνε καλά το γαμπρό με πράματα που να θένε δύναμη. Πάλι κάμανε βουλή κι είπανε να σείσουνε μια καστανιά κι άμα φτάσει φύλλο ίσαμε το χώμα, πάει χαμένος. Πιάνει ο μεγαλύτερος αδερφός, σβουρίχτει μια στο δεντρί, δεν έμεινε φύλλο σε κλαρί. Είπανε πως θα τον χαλάγανε πια το Λιοσθένη – δυο χέρια είχε, δεν πρόκανε να τα πιάσει όλα. Μα τον είδανε να μην κουνεί καθόλου. Έπιασε κι έριχτε σαΐτες τη μια πίσω στην άλλη και τα σούβλιζε στον αέρα δέκα-δέκα τα φύλλα και τα κόλλαγε στο ξύλο. Στο τέλος περισσεύανε ακόμα, κι άλλη σαΐτα δεν είχε να πετάξει. Πέταξε το κοντάρι του και πάλι έμεινε ένα, πέταξε το μαχαίρι του και το πρόκαμε το φύλλο και το κόλλησε ίσα που θ’ ακούμπαγε στη γης.

Απολπιστήκανε πια οι γίγαντες πως ετούτο το γαμπρό δεν είχανε να τον χαλάσουνε παρά με ατιμία. Καμωθήκανε το λοιπό πως στρέχουνε για το γάμο, μα πρώτα να κάμει προετοιμασίες άμα είναι άξος. Να φέρει νυφιάτικη φορεσά από τη Νιάπολη. Να γιομώσει σαράντα και δύο κοφίνια φαγιά για το τραπέζι – να φάνε κι αυτοί κι ατός του κι η νύφη. Να πάρει το δαχτυλίδι της μάνας τους της γιγάντισσας που το φυλάγανε αναμεταξύ τους, ποιος ξέρει ποιος αδερφός. Όλα τούτα, πριχού περάσουνε εφτά μερόνυχτα.

Ευτύς ο αϊτός, η αρκούδα κι ο έλαφος κινήσανε ορμηνεμένοι, μα ο Λιοσθένης έγειρε στο χορτάρι και το ‘στησε να παίζει ζάρια με την αλουπού. Οι γίγαντες είχανε σταθεί ο ένας σιμά στον άλλο να φυλάνε το δαχτυλίδι και τον θωρούσανε με μισό μάτι.

Διαβαίναν’ οι μέρες, και δεν έλεγε να σκωθεί ο Λιοσθένης. Αρχίνησε η αρκούδα να ποστιάζει κοφίνια με ψάρια, μάζωξε σαράντα και έξι – τι λες, οι τέσσαροι σύντροφοι του παλικαριού νηστικοί θα μένανε, για δε θα τους καλάγανε στο τραπέζι; Ότι πήγαινε να περάσει κι η μέρα η στερνή, ακούνε ποδοβολητό και ‘φάνη μπουχός. Να και φτάνει κι ο έλαφος με τη φορεσά της νύφης, άσπρη κι αργυρή.

«Άργεψα», λαλεί, «τι σκιαζόμουνα μην ιδρώσω και στάξει στο μετάξι».

«Τσάμπα πήγες κι ήρθες», καυκηθήκανε οι γίγαντες. «Τι το δαχτυλίδι δεν έφτασε τον γαμπρό το χέρι».

«Μπα», αποκρίθη η αλουπού, «τώρα πίσω-πίσω; Έχει μέρες που σας το ‘χει παρμένο».

Οι γίγαντες κιτρινίσανε σαν το μάλαμα κι εκείνος που είχε τον αρραβώνα απάνου του, έβαλε το χέρι στο τζελπένι του και τον φανέρωσε, να σιγουρευτούνε. Και να ο αϊτός βούτηξε από κει πού ‘τανε κουρνιασμένος, στις πολεμίστρες του κάστρου. Έπιασε στα νύχια τον κεντημένο κρίκο και πήγε και τον απίθωσε στο χέρι του Λιοσθένη. Κι εκείνη τη στιγμή έκατσ’ ο ήλιος και πάει η στερνή η έβδομη μέρα.

Άλλο δεν είχανε να πούνε πια οι γίγαντες, τον είχανε πάρει από φόβο το γαμπρό τους. Κατεβάσανε την αδερφή τους από την κάμαρή της – που τα ‘χε όλα ιδωμένα από τα παραθύρι και τον είχε βάλει στην καρδιά της το Λιοσθένη – και τον αφήκανε να της περάσει το δαχτυλίδι. Και μετά πήγανε ούλοι αντάμα και στρώσανε τραπέζι στον τόπο που ήτανε πρωτύτερα η χιλιόχρονη βαλανιδιά. Ψήσανε τα ψάρια, φέρανε καρβέλια, φάγανε κι ήπιανε κρασί ανέρωτο. Βάλανε δικές τους κούπες οι κουνιάδοι, τρανές σαν κουβάδες, ώσπου οι τέσσαροι σύντροφοι, αρκούδα, έλαφος, αλουπού κι αϊτός γλαρώσανε και σέρνανε τα ποδάρια τους.

Τότε φανερώσανε οι γίγαντες πως ακόμα ατιμίες είχανε στη βουλή τους. Ο μικρότερος, ίσα αψηλότερος από άνθρωπο, πήγε κρυφά και έσυρε τη σπάθα του Λιοσθένη από τη θήκη της και τον άφησε πια ξαρμάτωτο, που δεν είχε πια μήτε τζικούρι, μήτε σαΐτα, μήτε κοντάρι, μήτε μαχαίρι. Κι οι άλλοι αδερφοί πιάσανε ό,τι είχανε, ματζούκια, σπαθιά, τζικούρια, να τον χαλάσουνε το γαμπρό. Μα δεν είχανε να κάμουνε με παιδί σαν τ’ άλλα, να το ζαλίζει το κρασί, μήτε βαρέλι ολάκερο. Ο Λιοσθένης ούτε δε γνώριζε φόβο, δε γνώριζε κόπο. Έπιασε ένα από τα ποδάρια του τραπεζού, το ξεστέλιωσε και αρχίνησε να βαρεί όπου έφτανε. Χέρια τσάκιζε, κεφάλια άνοιγε, τους ξεπάτωσε όλους παρεκτός του μικρού που δεν τόλμαγε να ζυγώσει στην αμάχη. Είπε κι εκείνον να τον χαλάσει, μα έπεσε η νύφη στα πόδια του και τον παρακάλεσε να κάμει πίσω, τι δεν είχε βάλει ποτέ ο στερνός αδερφός ανθρώπινο κρέας στο στόμα του.

Είπαν κι οι τέσσαροι σύντροφοι, αρκούδα, έλαφος, αλουπού κι αϊτός, να δώσει τόπο στην οργή και τους έκαμε το χατίρι. Μα τον έβαλε τον κουνιάδο του να δώσει όρκο πως δε θα γινότανε ποτές του φονιάς κι άδικος σαν τους μακαρίτες. Και δαύτος, για να ευχαριστήσει το γαμπρό του, έπιασε και σιδερόντυσε το ξύλο που χάλασε τ’ αδέρφια του, να το κάμει πρώτο αναμεταξύ στα άρματά του ο Λιοσθένης.